ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ 1974
Τον Νοέμβριο του 1963, λόγω δυσλειτουργιών στο κυπριακό πολίτευμα, ο Μακάριος πρότεινε τα «Δεκατρία Σημεία» για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η Τουρκία απέρριψε την πρόταση και λίγο μετά ακολούθησαν τουρκοκυπριακή εξέγερση και διακοινοτικές συγκρούσεις. Το 1964 στάλθηκε στη νήσο δύναμη του ΟΗΕ, για να διασφαλίσει την ειρήνη, ενώ η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου απέστειλε στην Κύπρο μία μεραρχία, για να τη θωρακίσει από το ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής. Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων Κύπρου ορίστηκε ο Γεώργιος Γρίβας, πρώην αρχηγός της ΕΟΚΑ. Ωστόσο, το Κυπριακό δε λύθηκε μέχρι το 1967.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών έβλεπε τον Μακάριο, εκλεγμένο και λαοφιλή ηγέτη ενός τμήματος του ελληνισμού, με μεγάλη καχυποψία. Μετά από μία νέα ελληνοτουρκική κρίση, στα τέλη του 1967, η δικτατορία απέσυρε την ελληνική μεραρχία από τη νήσο. Πάντως οι δικτάτορες φαίνεται ότι ενθάρρυναν τον Γρίβα να επιστρέψει στην Κύπρο και να οργανώσει ένοπλη προσπάθεια ανατροπής του Μακαρίου μέσω της οργάνωσης ΕΟΚΑ Β', το 1972-74. Στις 15 Ιουλίου 1974 ο δικτάτορας Ιωαννίδης οργάνωσε πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, το οποίο όμως έδωσε στην Τουρκία το πρόσχημα να εισβάλει παράνομα στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου (επιχείρηση «Αττίλας»).
Αναλυτικότερα, η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974). Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, όταν κινητοποιήθηκαν άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό. Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες (ελληνοκύπριους και ελλαδίτες), υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, που είχε το γενικό πρόσταγμα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Στο μεταξύ, άρχισε να κινητοποιείται και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός και να μετέχει στον άνισο αγώνα με ό,τι διέθετε ο καθένας, πυροβολώντας από τις στέγες των σπιτιών του κατά των εισβολέων αλεξιπτωτιστών.
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων αρχίζει να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Κηρύσσει γενική επιστράτευση, η οποία εξελίσσεται σε φιάσκο, δείχνοντας την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός. Και να σκεφθεί κανείς ότι την Ελλάδα κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί και ο Στρατός αν μη τι άλλο θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών έβλεπε τον Μακάριο, εκλεγμένο και λαοφιλή ηγέτη ενός τμήματος του ελληνισμού, με μεγάλη καχυποψία. Μετά από μία νέα ελληνοτουρκική κρίση, στα τέλη του 1967, η δικτατορία απέσυρε την ελληνική μεραρχία από τη νήσο. Πάντως οι δικτάτορες φαίνεται ότι ενθάρρυναν τον Γρίβα να επιστρέψει στην Κύπρο και να οργανώσει ένοπλη προσπάθεια ανατροπής του Μακαρίου μέσω της οργάνωσης ΕΟΚΑ Β', το 1972-74. Στις 15 Ιουλίου 1974 ο δικτάτορας Ιωαννίδης οργάνωσε πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, το οποίο όμως έδωσε στην Τουρκία το πρόσχημα να εισβάλει παράνομα στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου (επιχείρηση «Αττίλας»).
Αναλυτικότερα, η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974). Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, όταν κινητοποιήθηκαν άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία, χωρίς μάλιστα να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό. Αριθμούσαν γύρω στους 12.000 άνδρες (ελληνοκύπριους και ελλαδίτες), υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση, που είχε το γενικό πρόσταγμα στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Στο μεταξύ, άρχισε να κινητοποιείται και ο ελληνοκυπριακός ανδρικός πληθυσμός και να μετέχει στον άνισο αγώνα με ό,τι διέθετε ο καθένας, πυροβολώντας από τις στέγες των σπιτιών του κατά των εισβολέων αλεξιπτωτιστών.
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αιφνιδιασμένη από την εξέλιξη των γεγονότων αρχίζει να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Κηρύσσει γενική επιστράτευση, η οποία εξελίσσεται σε φιάσκο, δείχνοντας την τραγική κατάσταση που βρισκόταν ο Ελληνικός Στρατός. Και να σκεφθεί κανείς ότι την Ελλάδα κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί και ο Στρατός αν μη τι άλλο θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλό επιχειρησιακό επίπεδο.
Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, που βρίσκεται και πάλι στην Αθήνα ως εντολοδόχος του Κίσινγκερ, συναντάται στο Πεντάγωνο με το αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Μπονάνο. Ο παριστάμενος Δημήτριος Ιωαννίδης σε οργίλος ύφος απευθύνεται προς τον Σίσκο «Μας εξαπατήσατε... Ημείς θα κηρύξωμεν πόλεμον!» και αποχωρεί από τη σύσκεψη. Έκτοτε, τα ίχνη του αόρατου δικτάτορα χάνονται. Αργά το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων επείγεται να εφαρμόσει πλήρως τα σχέδια της. Γενικά, η διεθνής αντίδραση κατά του «Αττίλα» είναι χλιαρή.
Την επομένη, 21 Ιουλίου, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμού τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Την ίδια μέρα, σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο, που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί, καθώς όλοι οι αρμόδιοι έχουν εξαφανιστεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου.
Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας.
Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του Κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Στις 14 Αυγούστου 1974 τα τουρκικά στρατεύματα εξαπέλυσαν δεύτερη εισβολή (επιχείρηση «Αττίλας 2») και κατέλαβαν το 38% του νησιού, εκδιώκοντας από τις εστίες τους περίπου 200.000 Έλληνες Κυπρίους.Οι προκλήσεις για τις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν τεράστιες: χιλιάδες πρόσφυγες έπρεπε να αποκατασταθούν και ανέκυπτε κίνδυνος για την ίδια την επιβίωση του ελληνισμού στη Μεγαλόνησο. Ωστόσο, η Δημοκρατία αντιμετώπισε την κατάσταση με επιτυχία. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η Κύπρος γνώρισε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, που χαρακτηρίστηκε διεθνώς κυπριακό «οικονομικό θαύμα». Παράλληλα, παρά το πλήγμα του θανάτου του Μακαρίου, το 1977, οι επόμενες κυβερνήσεις έκαναν σημαντικά βήματα για την εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Το πρόβλημα όμως της κατοχής δε λύθηκε. Παρά την καταδίκη της κατοχής από τον ΟΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, η τουρκική πλευρά δε συνεισέφερε στην επίλυση του Κυπριακού κατά τη διάρκεια διαδοχικών γύρων διακοινοτικών συνομιλιών, ενώ, κατά παράβαση κάθε αρχής του Διεθνούς Δικαίου, προχώρησε στον εποικισμό της Κύπρου, μεταφέροντας στη νήσο Τούρκους από την Ανατολία. Το 1983 ο κατοχικός ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς, με την αρωγή της Άγκυρας, ανακήρυξε παράνομα την «ανεξαρτησία» της κατεχόμενης Κύπρου. Το «ψευδοκράτος» δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα μέλος της διεθνούς κοινότητας πλην της Τουρκίας.
Σημαντικές ελπίδες για το μέλλον προσφέρει η πλήρης ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Μάιο του 2004, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου μπορεί να κατοχυρώσει την ασφάλεια, την ευημερία και τα δικαιώματα όλων των πολιτών της, Ελλήνων και Τούρκων. Ωστόσο, η παράλληλη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού μέσω του Σχεδίου Ανάν δεν κατέληξε σε επιτυχία, μετά την απόρριψη του σχεδίου από τα τρία τέταρτα των Ελλήνων Κυπρίων. Μέχρι την επίλυσή του πάντως το Κυπριακό θα εξακολουθήσει να αποτελεί μια οδυνηρή ανοικτή πληγή για ολόκληρο το ελληνικό έθνος.
Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κ. Παπαρρηγόπουλου, σελ.51-75
Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου, Γ΄ Γενικού Λυκείου
Την επομένη, 21 Ιουλίου, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμού τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Την ίδια μέρα, σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο, που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί, καθώς όλοι οι αρμόδιοι έχουν εξαφανιστεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου.
Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας.
Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του Κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Στις 14 Αυγούστου 1974 τα τουρκικά στρατεύματα εξαπέλυσαν δεύτερη εισβολή (επιχείρηση «Αττίλας 2») και κατέλαβαν το 38% του νησιού, εκδιώκοντας από τις εστίες τους περίπου 200.000 Έλληνες Κυπρίους.Οι προκλήσεις για τις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν τεράστιες: χιλιάδες πρόσφυγες έπρεπε να αποκατασταθούν και ανέκυπτε κίνδυνος για την ίδια την επιβίωση του ελληνισμού στη Μεγαλόνησο. Ωστόσο, η Δημοκρατία αντιμετώπισε την κατάσταση με επιτυχία. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η Κύπρος γνώρισε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, που χαρακτηρίστηκε διεθνώς κυπριακό «οικονομικό θαύμα». Παράλληλα, παρά το πλήγμα του θανάτου του Μακαρίου, το 1977, οι επόμενες κυβερνήσεις έκαναν σημαντικά βήματα για την εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Το πρόβλημα όμως της κατοχής δε λύθηκε. Παρά την καταδίκη της κατοχής από τον ΟΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, η τουρκική πλευρά δε συνεισέφερε στην επίλυση του Κυπριακού κατά τη διάρκεια διαδοχικών γύρων διακοινοτικών συνομιλιών, ενώ, κατά παράβαση κάθε αρχής του Διεθνούς Δικαίου, προχώρησε στον εποικισμό της Κύπρου, μεταφέροντας στη νήσο Τούρκους από την Ανατολία. Το 1983 ο κατοχικός ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς, με την αρωγή της Άγκυρας, ανακήρυξε παράνομα την «ανεξαρτησία» της κατεχόμενης Κύπρου. Το «ψευδοκράτος» δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα μέλος της διεθνούς κοινότητας πλην της Τουρκίας.
Σημαντικές ελπίδες για το μέλλον προσφέρει η πλήρης ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Μάιο του 2004, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου μπορεί να κατοχυρώσει την ασφάλεια, την ευημερία και τα δικαιώματα όλων των πολιτών της, Ελλήνων και Τούρκων. Ωστόσο, η παράλληλη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού μέσω του Σχεδίου Ανάν δεν κατέληξε σε επιτυχία, μετά την απόρριψη του σχεδίου από τα τρία τέταρτα των Ελλήνων Κυπρίων. Μέχρι την επίλυσή του πάντως το Κυπριακό θα εξακολουθήσει να αποτελεί μια οδυνηρή ανοικτή πληγή για ολόκληρο το ελληνικό έθνος.
Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κ. Παπαρρηγόπουλου, σελ.51-75
Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου, Γ΄ Γενικού Λυκείου
Ντοκιμαντέρ του Μιχάλη Κακογιάννη με τίτλο "Αττίλας '74", παραγωγής 1975.
Τον Σεπτέμβριο του 1974 ο Μιχάλης Κακογιάννης ταξίδεψε στην Κύπρο,τον τόπο καταγωγής του,προκειμένου να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με την εισβολή των Τούρκων.Ήταν μια προσωπική προσπάθεια, «χωρίς προκατασκευασμένες ιδέες, χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα" πήγα χωρίς να έχω σκεφθεί τίποτε» είπε ο σκηνοθέτης έναν χρόνο αργότερα σε συνέντευξη του.
Το οδοιπορικό του Κακογιάννη είχε ως αποτέλεσμα τον «Αττίλα 74»,μια μνημειώδη καταγραφή της κατάστασης στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την τουρκική εισβολή.Ο σκηνοθέτης δούλεψε τόσο με πολιτικά στελέχη όσο και με τον λαό της χώρας.Απέσπασε μια μεγάλη συνέντευξη από τον Μακάριο, μίλησε με τον μετέπειτα ιδρυτή του κόμματος Δημοκρατικός Αγώνας Γλαύκο Κληρίδη και τον Νίκο Σαμψών που έμεινε στην Ιστορία επειδή ανέλαβε δοτός «πρόεδρος» της Κύπρου κατά το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου.Μίλησε με ανθρώπους της ΕΟΚΑ-Β αλλά και με τον απλό λαό που κατέθεσε μαρτυρίες για την τραγωδία που έπληξε την ελληνική κοινότητα του νησιού,δηλαδή περί το 82% του πληθυσμού της Κύπρου.
«Πέρα από καθετί, η ταινία μου είναι ένα ανθρώπινο ντοκουμέντο» συνεχίζει στην ίδια συνέντευξη ο Κακογιάννης.Πραγματικά ο φακός του σκηνοθέτη (διευθυντής φωτογραφίας ο Σάκης Μανιάτης) καταγράφει τις άθλιες συνθήκες ζωής στους προσφυγικούς καταυλισμούς (αγρότισσες ζουν σε σκηνές ανάμεσα σε κότες, εκδιωγμένες από τα σπίτια τους), το παράπονο ενός 15χρονου κοριτσιού που βιάστηκε από τους Τούρκους εισβολείς, εξαγριωμένους νέους από τη σύγχυση και την αβεβαιότητα για το αν ζει ή όχι κάποιο μέλος της οικογένειάς τους που χάθηκε στη ζώνη κατοχής.Η αποκορύφωση του δράματος στον «Αττίλα 74» φαίνεται στο χωρίς μεταβατικό στάδιο «πέρασμα» των Ελληνοκυπρίων από μια καλή ζωή στο καθεστώς του «πρόσφυγα μέσα στην ίδια τους τη χώρα»,τη στιγμή που κάποτε διέθεταν υψηλότερο επίπεδο ζωής συγκριτικά με εκείνο των Ελλήνων,πόσο μάλλον των Τούρκων.
Η απουσία των συνεντεύξεων από Τουρκοκυπρίους δεν ήταν ευθύνη του Κακογιάννη.«Αρνήθηκαν» λέει στην ίδια συνέντευξη ο σκηνοθέτης.«Όταν βρισκόμουν εκεί κανείς Τουρκοκύπριος δεν μπορούσε να περάσει τη "γραμμή του Αττίλα". Στον Νότο, όπου ζουν πάντα πολλές χιλιάδες Τουρκοκύπριοι,οι περισσότεροι φοβούνταν να μιλήσουν. Μόνο ένας δήμαρχος εξομολογήθηκε πως ήθελε να ζήσει και να πεθάνει στο χωριό του».
Το οδοιπορικό του Κακογιάννη είχε ως αποτέλεσμα τον «Αττίλα 74»,μια μνημειώδη καταγραφή της κατάστασης στην Κύπρο μετά το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την τουρκική εισβολή.Ο σκηνοθέτης δούλεψε τόσο με πολιτικά στελέχη όσο και με τον λαό της χώρας.Απέσπασε μια μεγάλη συνέντευξη από τον Μακάριο, μίλησε με τον μετέπειτα ιδρυτή του κόμματος Δημοκρατικός Αγώνας Γλαύκο Κληρίδη και τον Νίκο Σαμψών που έμεινε στην Ιστορία επειδή ανέλαβε δοτός «πρόεδρος» της Κύπρου κατά το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου.Μίλησε με ανθρώπους της ΕΟΚΑ-Β αλλά και με τον απλό λαό που κατέθεσε μαρτυρίες για την τραγωδία που έπληξε την ελληνική κοινότητα του νησιού,δηλαδή περί το 82% του πληθυσμού της Κύπρου.
«Πέρα από καθετί, η ταινία μου είναι ένα ανθρώπινο ντοκουμέντο» συνεχίζει στην ίδια συνέντευξη ο Κακογιάννης.Πραγματικά ο φακός του σκηνοθέτη (διευθυντής φωτογραφίας ο Σάκης Μανιάτης) καταγράφει τις άθλιες συνθήκες ζωής στους προσφυγικούς καταυλισμούς (αγρότισσες ζουν σε σκηνές ανάμεσα σε κότες, εκδιωγμένες από τα σπίτια τους), το παράπονο ενός 15χρονου κοριτσιού που βιάστηκε από τους Τούρκους εισβολείς, εξαγριωμένους νέους από τη σύγχυση και την αβεβαιότητα για το αν ζει ή όχι κάποιο μέλος της οικογένειάς τους που χάθηκε στη ζώνη κατοχής.Η αποκορύφωση του δράματος στον «Αττίλα 74» φαίνεται στο χωρίς μεταβατικό στάδιο «πέρασμα» των Ελληνοκυπρίων από μια καλή ζωή στο καθεστώς του «πρόσφυγα μέσα στην ίδια τους τη χώρα»,τη στιγμή που κάποτε διέθεταν υψηλότερο επίπεδο ζωής συγκριτικά με εκείνο των Ελλήνων,πόσο μάλλον των Τούρκων.
Η απουσία των συνεντεύξεων από Τουρκοκυπρίους δεν ήταν ευθύνη του Κακογιάννη.«Αρνήθηκαν» λέει στην ίδια συνέντευξη ο σκηνοθέτης.«Όταν βρισκόμουν εκεί κανείς Τουρκοκύπριος δεν μπορούσε να περάσει τη "γραμμή του Αττίλα". Στον Νότο, όπου ζουν πάντα πολλές χιλιάδες Τουρκοκύπριοι,οι περισσότεροι φοβούνταν να μιλήσουν. Μόνο ένας δήμαρχος εξομολογήθηκε πως ήθελε να ζήσει και να πεθάνει στο χωριό του».