ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Με το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Κύπρος εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, δηλαδή σε εκείνο που θα εξελισσόταν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Την έναρξη της Βυζαντινής περιόδου της κυπριακής Ιστορίας σηματοδοτούν μεγάλες καταστροφές. Δύο νέοι τρομεροί σεισμοί έπληξαν την Κύπρο το 332 και το 342 μ.Χ., προκαλώντας και πάλι τον όλεθρο στη Σαλαμίνα αλλά και καταστροφές στο Κούριον, στους Σόλους, στην Πάφο και σε άλλα μέρη του νησιού. Η Σαλαμίνα, η πλησιέστερη τώρα σημαντική πόλη προς τη Μικρά Ασία και τα ηπειρωτικά εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δέχτηκε και πάλι οικονομική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τις σεισμικές καταστροφές. Χορηγός αυτή τη φορά ήταν ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος ο οποίος χάρισε για τέσσερα χρόνια και τους φόρους στους πληγέντες κατοίκους της πόλης. Η ανοικοδόμηση έγινε στην ίδια περίπου περιοχή. Η νέα πόλη που κτίστηκε ήταν μικρότερη και, προς τιμή του αυτοκράτορα, ονομάστηκε Κωνσταντία. Η πόλη αυτή έμελλε να γνωρίσει, ωστόσο, ακμή και να λαμπρυνθεί με προσωπικότητες όπως ο επίσκοπος Επιφάνειος ο Μέγας, αλλά η ανάπτυξη θα τερματιζόταν από τις Αραβικές επιδρομές.
Οι τρομεροί σεισμοί του 332 και του 342 μ.Χ. είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και πάνω στις παραπάνω πόλεις που είχαν πληγεί, οι οποίες ωστόσο ανοικοδομήθηκαν σ' ένα μεγάλο βαθμό, και η ζωή συνεχίστηκε. Μεταξύ των κτιρίων που κατέστρεψαν οι σεισμοί, ήταν και πολλοί από τους ναούς των ειδωλολατρών. Οι πιστοί όμως των αρχαίων ελληνικών και άλλων θεοτήτων δεν ήταν πια ούτε πολυάριθμοι, ούτε και τόσο ισχυροί ώστε να δοκιμάσουν αναβίωση των παλαιών θρησκειών και ανοικοδόμηση των ειδωλολατρικών ιερών τους. Έτσι, η εγκατάλειψη των ειδωλολατρικών θεοτήτων επιταχύνθηκε και μόνο μερικά ιερά σε αγροτικές βασικά περιοχές (όπως το ιερό του Δία στη Φασούλα της Λεμεσού) επιβίωσαν για λίγα ακόμη χρόνια. Ήδη ο Χριστιανισμός είχε πια θριαμβεύσει, οι πιστοί της καινούριας θρησκείας είχαν βγει από τις κατακόμβες, και ότι άρχισε πια να οικοδομείται ήταν οι χριστιανικές βασιλικές.
Με τις εκτεταμένες καταστροφές από τους σεισμούς του 332 και του 342, συσχετίστηκαν πιθανότατα αργότερα και από την εκκλησιαστική παράδοση οι δύο επισκέψεις στην Κύπρο της αγίας Ελένης, της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής αποστολής της στους Αγίους Τόπους γύρω στο 326-327 μ.Χ. Η αγία Ελένη, που αναφέρεται ότι είχε βρει την Κύπρο σε δυστυχία εξαιτίας θεομηνιών (στην παράδοση γίνεται λόγος για μακρόχρονη ανομβρία που όμως δε μαρτυρείται στις πηγές), προσπάθησε να βοηθήσει το νησί στο οποίο ίδρυσε εκκλησίες και μοναστήρια και δώρισε τεμάχια από το τίμιο ξύλο του σταυρού στον οποίο είχε μαρτυρήσει ο Χριστός. Η αγία Ελένη τιμάται ακόμη ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου η σχετιζόμενη με την επίσκεψή της παράδοση εξακολουθεί να είναι έντονη.
Οι χρονογράφοι αναφέρουν κατάσταση πείνας στην Κύπρο, που θα πρέπει να σχετιζόταν με την τραγική εικόνα που δημιουργήθηκε από τους σεισμούς. Άλλος σεισμός έγινε γύρω στο 370 μ.Χ., που αυτή τη φορά έπληξε σοβαρότερα το νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού και τις πόλεις Κούριον και Πάφο. Με αποστολή να εργαστεί για την ανοικοδόμηση και ανασυγκρότηση της Κύπρου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας έστειλε στην Κύπρο το δούκα Καλόκαιρο. Σύντομα όμως ο τελευταίος θεώρησε ότι του είχε δοθεί η ευκαιρία για προσωπική ικανοποίηση των φιλοδοξιών του και δοκίμασε να αφαιρέσει, για λογαριασμό του, την Κύπρο από την αυτοκρατορία, γεγονός που θα το επαναλάμβαναν και άλλοι φιλόδοξοι αξιωματούχοι αργότερα. Ο αυτοκράτορας, αντιδρώντας άμεσα, απέστειλε κατά του κινηματία στρατιωτική δύναμη με αρχηγό το συγγενή του, καίσαρα Δαλμάτιο. Το κίνημα καταπνίγηκε εύκολα, και ο Καλόκαιρος αρχικά κατόρθωσε να διαφύγει. Πιάστηκε όμως από το Δαλμάτιο και εκτελέστηκε στην Ταρσό της Κιλικίας.
Στο μεταξύ η Κυπριακή Εκκλησία άρχισε από τη μια να γνωρίζει μέρες ακμής και να λαμπρύνεται από ιεράρχες όπως ο Επιφάνιος Κωνσταντίας και ο άγιος Σπυρίδων, από την άλλη όμως γνώρισε μέρες κρίσης επειδή είχαν επεκταθεί ήδη μέχρι το νησί οι πρώτες σοβαρές αιρέσεις και αμφισβητούνταν η ανεξαρτησία της. Πράγματι ιδίως το πατριαρχείο Αντιοχείας ζητούσε να θέσει την Εκκλησία της Κύπρου υπό τη δικαιοδοσία του, με τη δικαιολογία ότι το νησί είχε δεχτεί το Χριστιανισμό μέσω Αντιοχείας. Η Κυπριακή Εκκλησία, που εκπροσωπήθηκε πλήρως εκτός από την πρώτη οικουμενική σύνοδο του 325 μ.Χ. και στις επόμενες συνόδους (της Σαρδικής το 343 μ.Χ., της Κωνσταντινούπολης το 381 μ.Χ. και της Εφέσου το 431 μ.Χ.), αγωνιζόταν να διατηρήσει το αυτοκέφαλό της, υπερασπιζόμενη την ανεξαρτησία της και προβάλλοντας ως επαρκή δικαιολογία το γεγονός ότι ήταν Εκκλησία ιδρυμένη από απόστολο, το Βαρνάβα. Παρά το ότι το αυτοκέφαλό της αναγνωρίστηκε επίσημα στην τρίτη οικουμενική σύνοδο της Εφέσου, το 431 μ.Χ., η απειλή εξακολουθούσε να υπάρχει μέχρι που ένα "θαύμα" ήρθε για να θέσει οριστικά τέρμα στις ξένες διεκδικήσεις. Το "θαύμα", που έγινε στην πιο κατάλληλη στιγμή, ήταν η ανεύρεση (ύστερα από όραμα) από τον αρχιεπίσκοπο Ανθέμιο του λειψάνου του αποστόλου Βαρνάβα, μαζί με το Κατά Μάρκον (ή Κατά Ματθαίον) άγιο Ευαγγέλιο. Ο αυτοκράτορας Ζήνων, όταν είδε τις αποδείξεις αυτές που είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, αναγνώρισε απερίφραστα την αποστολικότητα της Κυπριακής Εκκλησίας, στη συνέχεια δε και το αυτοκέφαλό της, το 488 μ.Χ. Ταυτόχρονα παραχώρησε στον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ανθέμιο, και σε όλους τους μετέπειτα Κυπρίους Ορθόδοξους αρχιεπισκόπους, τα τρία γνωστά προνόμιά τους που διατηρούνται μέχρι σήμερα:
Οι επιδρομές άρχισαν όταν τον 7ο αιώνα επικράτησε στη Μέση Ανατολή ο Ισλαμισμός και δημιουργήθηκε η φιλοδοξία για αραβική κυριαρχία στη θάλασσα, οπότε η Κύπρος αποτέλεσε τον πρώτο στόχο. Η αναπόφευκτη αντιπαράθεση των Αράβων με τους Βυζαντινούς που ακολούθησε, είχε ως αποτέλεσμα την εμπλοκή και πάλι της Κύπρου, που δέχτηκε μια νέα σειρά επιδρομών. Οι πιο σοβαρές επιδρομές, εκτός από την πρώτη του 647 μ.Χ., έγιναν το 653/4, οπότε πληγώθηκε και πάλι ιδιαίτερα η Κωνσταντία, το 743, το 747, το 773, το 790 και το 806.
Οι επιδρομές έπληξαν όλα τα παραλιακά μέρη της Κύπρου, σημαντικές δε πόλεις, όπως το Κούριον, η Νέα Πάφος, η Κωνσταντία κ.ά., καταστράφηκαν. Οι περισσότερες παραλιακές πόλεις του νησιού, καθώς και οι περισσότεροι από τους λοιπούς παραλιακούς συνοικισμούς εγκαταλείφτηκαν και οι κάτοικοί τους μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα, για περισσότερη προστασία και ασφάλεια. Οι επιδρομές κατέστρεψαν και πολλούς λαμπρούς ναούς (βασιλικές) σε διάφορα παραθαλάσσια μέρη του νησιού, από την Καρπασία μέχρι την Πάφο, όπως εξάλλου αποδεικνύεται από τα κατάλοιπα όσων έχουν μέχρι σήμερα ανασκαφεί και ερευνηθεί. Μερικές από τις βασιλικές ανοικοδομήθηκαν, για να καταστραφούν και πάλι. Σημαντικές δε χριστιανικές εστίες, όπως για παράδειγμα η Λάμπουσα, ερημώθηκαν και εγκαταλείφτηκαν οριστικά.
Με την απομάκρυνση της αραβικής φρουράς και την αναγνώριση της ουδετερότητάς της, η Κύπρος γινόταν τόπος συνάντησης μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, που θα μπορούσαν να έρχονται για ειρηνικούς και εμπορικούς σκοπούς. Στην Κύπρο υπήρχαν παράλληλα Βυζαντινοί αξιωματούχοι και Μουσουλμάνος κυβερνήτης, (wali), διορισμένος από τους Άραβες.
Η συνθήκη του 688 μ.Χ., που υπέγραψε με τους Άραβες ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β' ο επονομαζόμενος Ρινότμητος, σχετιζόταν βέβαια και με την Κύπρο. Περιείχε γενικά όρους βαρύτερους για τους Άραβες από την προηγούμενη συνθήκη του 680/1 και, μεταξύ άλλων, οι Άραβες ήταν τώρα υποχρεωμένοι να καταβάλλουν υψηλότερους φόρους προς τον αυτοκράτορα. Ωστόσο οι φόροι της Κύπρου, της Αρμενίας και της Ιβηρίας (Γεωργίας) διαμοιράζονταν μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Ο Ιουστινιανός αποδέχτηκε όμως την αποχώρηση των Μαρδαϊτών από το Λίβανο, πιθανότατα για εξισορρόπηση των δυνάμεων στην περιοχή, δεδομένου ότι 12.000 Άραβες είχαν αποσυρθεί από την Κύπρο (με βάση τη συνθήκη του 680/1)
Στις ημέρες του Ιουστινιανού πραγματοποιήθηκε η γνωστή εν Τρούλλω οικουμενική σύνοδος του 691/2 (ονομάστηκε έτσι γιατί οι εργασίες της πραγματοποιήθηκαν στη θολωτή αίθουσα - αίθουσα του τρούλλου - του παλατιού στην Κωνσταντινούπολη). Στα Πρακτικά της συνόδου αυτής, γνωστής και ως Πενθέκτης, απαντά (πέμπτη στη σειρά) και η υπογραφή του αρχιεπισκόπου Κύπρου Ιωάννη, που υπογράφει ως αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανούπολης. Πιστεύεται ότι η ανύψωση του Κυπρίου αρχιεπισκόπου στην πέμπτη θέση μεταξύ των πατέρων της συνόδου (γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις) οφειλόταν σε εύνοια του Ιουστινιανού Β' (ο οποίος είχε συγκαλέσει την σύνοδο) προς το πρόσωπο του Ιωάννη.
Με την επιστροφή των Κυπρίων στην πατρίδα τους, επέστρεψαν και επανεγκαταστάθηκαν στο νησί και Άραβες (αιχμάλωτοι των Βυζαντινών και άλλοι). Εφαρμόστηκε έτσι και πάλι το καθεστώς της "ουδετερότητας", της ισορροπίας και της συνύπαρξης. Με την επικράτηση ειρηνικών συνθηκών διευκολύνθηκε πολύ και το εμπόριο μεταξύ Κύπρου και Αράβων. Η Κύπρος χρησίμευε και σαν διαμετακομιστικός σταθμός.
Οι τρομεροί σεισμοί του 332 και του 342 μ.Χ. είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και πάνω στις παραπάνω πόλεις που είχαν πληγεί, οι οποίες ωστόσο ανοικοδομήθηκαν σ' ένα μεγάλο βαθμό, και η ζωή συνεχίστηκε. Μεταξύ των κτιρίων που κατέστρεψαν οι σεισμοί, ήταν και πολλοί από τους ναούς των ειδωλολατρών. Οι πιστοί όμως των αρχαίων ελληνικών και άλλων θεοτήτων δεν ήταν πια ούτε πολυάριθμοι, ούτε και τόσο ισχυροί ώστε να δοκιμάσουν αναβίωση των παλαιών θρησκειών και ανοικοδόμηση των ειδωλολατρικών ιερών τους. Έτσι, η εγκατάλειψη των ειδωλολατρικών θεοτήτων επιταχύνθηκε και μόνο μερικά ιερά σε αγροτικές βασικά περιοχές (όπως το ιερό του Δία στη Φασούλα της Λεμεσού) επιβίωσαν για λίγα ακόμη χρόνια. Ήδη ο Χριστιανισμός είχε πια θριαμβεύσει, οι πιστοί της καινούριας θρησκείας είχαν βγει από τις κατακόμβες, και ότι άρχισε πια να οικοδομείται ήταν οι χριστιανικές βασιλικές.
Με τις εκτεταμένες καταστροφές από τους σεισμούς του 332 και του 342, συσχετίστηκαν πιθανότατα αργότερα και από την εκκλησιαστική παράδοση οι δύο επισκέψεις στην Κύπρο της αγίας Ελένης, της μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής αποστολής της στους Αγίους Τόπους γύρω στο 326-327 μ.Χ. Η αγία Ελένη, που αναφέρεται ότι είχε βρει την Κύπρο σε δυστυχία εξαιτίας θεομηνιών (στην παράδοση γίνεται λόγος για μακρόχρονη ανομβρία που όμως δε μαρτυρείται στις πηγές), προσπάθησε να βοηθήσει το νησί στο οποίο ίδρυσε εκκλησίες και μοναστήρια και δώρισε τεμάχια από το τίμιο ξύλο του σταυρού στον οποίο είχε μαρτυρήσει ο Χριστός. Η αγία Ελένη τιμάται ακόμη ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου η σχετιζόμενη με την επίσκεψή της παράδοση εξακολουθεί να είναι έντονη.
Οι χρονογράφοι αναφέρουν κατάσταση πείνας στην Κύπρο, που θα πρέπει να σχετιζόταν με την τραγική εικόνα που δημιουργήθηκε από τους σεισμούς. Άλλος σεισμός έγινε γύρω στο 370 μ.Χ., που αυτή τη φορά έπληξε σοβαρότερα το νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού και τις πόλεις Κούριον και Πάφο. Με αποστολή να εργαστεί για την ανοικοδόμηση και ανασυγκρότηση της Κύπρου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας έστειλε στην Κύπρο το δούκα Καλόκαιρο. Σύντομα όμως ο τελευταίος θεώρησε ότι του είχε δοθεί η ευκαιρία για προσωπική ικανοποίηση των φιλοδοξιών του και δοκίμασε να αφαιρέσει, για λογαριασμό του, την Κύπρο από την αυτοκρατορία, γεγονός που θα το επαναλάμβαναν και άλλοι φιλόδοξοι αξιωματούχοι αργότερα. Ο αυτοκράτορας, αντιδρώντας άμεσα, απέστειλε κατά του κινηματία στρατιωτική δύναμη με αρχηγό το συγγενή του, καίσαρα Δαλμάτιο. Το κίνημα καταπνίγηκε εύκολα, και ο Καλόκαιρος αρχικά κατόρθωσε να διαφύγει. Πιάστηκε όμως από το Δαλμάτιο και εκτελέστηκε στην Ταρσό της Κιλικίας.
Στο μεταξύ η Κυπριακή Εκκλησία άρχισε από τη μια να γνωρίζει μέρες ακμής και να λαμπρύνεται από ιεράρχες όπως ο Επιφάνιος Κωνσταντίας και ο άγιος Σπυρίδων, από την άλλη όμως γνώρισε μέρες κρίσης επειδή είχαν επεκταθεί ήδη μέχρι το νησί οι πρώτες σοβαρές αιρέσεις και αμφισβητούνταν η ανεξαρτησία της. Πράγματι ιδίως το πατριαρχείο Αντιοχείας ζητούσε να θέσει την Εκκλησία της Κύπρου υπό τη δικαιοδοσία του, με τη δικαιολογία ότι το νησί είχε δεχτεί το Χριστιανισμό μέσω Αντιοχείας. Η Κυπριακή Εκκλησία, που εκπροσωπήθηκε πλήρως εκτός από την πρώτη οικουμενική σύνοδο του 325 μ.Χ. και στις επόμενες συνόδους (της Σαρδικής το 343 μ.Χ., της Κωνσταντινούπολης το 381 μ.Χ. και της Εφέσου το 431 μ.Χ.), αγωνιζόταν να διατηρήσει το αυτοκέφαλό της, υπερασπιζόμενη την ανεξαρτησία της και προβάλλοντας ως επαρκή δικαιολογία το γεγονός ότι ήταν Εκκλησία ιδρυμένη από απόστολο, το Βαρνάβα. Παρά το ότι το αυτοκέφαλό της αναγνωρίστηκε επίσημα στην τρίτη οικουμενική σύνοδο της Εφέσου, το 431 μ.Χ., η απειλή εξακολουθούσε να υπάρχει μέχρι που ένα "θαύμα" ήρθε για να θέσει οριστικά τέρμα στις ξένες διεκδικήσεις. Το "θαύμα", που έγινε στην πιο κατάλληλη στιγμή, ήταν η ανεύρεση (ύστερα από όραμα) από τον αρχιεπίσκοπο Ανθέμιο του λειψάνου του αποστόλου Βαρνάβα, μαζί με το Κατά Μάρκον (ή Κατά Ματθαίον) άγιο Ευαγγέλιο. Ο αυτοκράτορας Ζήνων, όταν είδε τις αποδείξεις αυτές που είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, αναγνώρισε απερίφραστα την αποστολικότητα της Κυπριακής Εκκλησίας, στη συνέχεια δε και το αυτοκέφαλό της, το 488 μ.Χ. Ταυτόχρονα παραχώρησε στον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ανθέμιο, και σε όλους τους μετέπειτα Κυπρίους Ορθόδοξους αρχιεπισκόπους, τα τρία γνωστά προνόμιά τους που διατηρούνται μέχρι σήμερα:
- να φέρουν αυτοκρατορικό μανδύα,
- να φέρουν αυτοκρατορικό σκήπτρο και
- να υπογράφουν όπως και οι αυτοκράτορες, με κόκκινο μελάνι. Προτερήματα που λίγοι διέθεταν.
Οι επιδρομές άρχισαν όταν τον 7ο αιώνα επικράτησε στη Μέση Ανατολή ο Ισλαμισμός και δημιουργήθηκε η φιλοδοξία για αραβική κυριαρχία στη θάλασσα, οπότε η Κύπρος αποτέλεσε τον πρώτο στόχο. Η αναπόφευκτη αντιπαράθεση των Αράβων με τους Βυζαντινούς που ακολούθησε, είχε ως αποτέλεσμα την εμπλοκή και πάλι της Κύπρου, που δέχτηκε μια νέα σειρά επιδρομών. Οι πιο σοβαρές επιδρομές, εκτός από την πρώτη του 647 μ.Χ., έγιναν το 653/4, οπότε πληγώθηκε και πάλι ιδιαίτερα η Κωνσταντία, το 743, το 747, το 773, το 790 και το 806.
Οι επιδρομές έπληξαν όλα τα παραλιακά μέρη της Κύπρου, σημαντικές δε πόλεις, όπως το Κούριον, η Νέα Πάφος, η Κωνσταντία κ.ά., καταστράφηκαν. Οι περισσότερες παραλιακές πόλεις του νησιού, καθώς και οι περισσότεροι από τους λοιπούς παραλιακούς συνοικισμούς εγκαταλείφτηκαν και οι κάτοικοί τους μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα, για περισσότερη προστασία και ασφάλεια. Οι επιδρομές κατέστρεψαν και πολλούς λαμπρούς ναούς (βασιλικές) σε διάφορα παραθαλάσσια μέρη του νησιού, από την Καρπασία μέχρι την Πάφο, όπως εξάλλου αποδεικνύεται από τα κατάλοιπα όσων έχουν μέχρι σήμερα ανασκαφεί και ερευνηθεί. Μερικές από τις βασιλικές ανοικοδομήθηκαν, για να καταστραφούν και πάλι. Σημαντικές δε χριστιανικές εστίες, όπως για παράδειγμα η Λάμπουσα, ερημώθηκαν και εγκαταλείφτηκαν οριστικά.
Με την απομάκρυνση της αραβικής φρουράς και την αναγνώριση της ουδετερότητάς της, η Κύπρος γινόταν τόπος συνάντησης μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, που θα μπορούσαν να έρχονται για ειρηνικούς και εμπορικούς σκοπούς. Στην Κύπρο υπήρχαν παράλληλα Βυζαντινοί αξιωματούχοι και Μουσουλμάνος κυβερνήτης, (wali), διορισμένος από τους Άραβες.
Η συνθήκη του 688 μ.Χ., που υπέγραψε με τους Άραβες ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β' ο επονομαζόμενος Ρινότμητος, σχετιζόταν βέβαια και με την Κύπρο. Περιείχε γενικά όρους βαρύτερους για τους Άραβες από την προηγούμενη συνθήκη του 680/1 και, μεταξύ άλλων, οι Άραβες ήταν τώρα υποχρεωμένοι να καταβάλλουν υψηλότερους φόρους προς τον αυτοκράτορα. Ωστόσο οι φόροι της Κύπρου, της Αρμενίας και της Ιβηρίας (Γεωργίας) διαμοιράζονταν μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Ο Ιουστινιανός αποδέχτηκε όμως την αποχώρηση των Μαρδαϊτών από το Λίβανο, πιθανότατα για εξισορρόπηση των δυνάμεων στην περιοχή, δεδομένου ότι 12.000 Άραβες είχαν αποσυρθεί από την Κύπρο (με βάση τη συνθήκη του 680/1)
Στις ημέρες του Ιουστινιανού πραγματοποιήθηκε η γνωστή εν Τρούλλω οικουμενική σύνοδος του 691/2 (ονομάστηκε έτσι γιατί οι εργασίες της πραγματοποιήθηκαν στη θολωτή αίθουσα - αίθουσα του τρούλλου - του παλατιού στην Κωνσταντινούπολη). Στα Πρακτικά της συνόδου αυτής, γνωστής και ως Πενθέκτης, απαντά (πέμπτη στη σειρά) και η υπογραφή του αρχιεπισκόπου Κύπρου Ιωάννη, που υπογράφει ως αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανούπολης. Πιστεύεται ότι η ανύψωση του Κυπρίου αρχιεπισκόπου στην πέμπτη θέση μεταξύ των πατέρων της συνόδου (γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις) οφειλόταν σε εύνοια του Ιουστινιανού Β' (ο οποίος είχε συγκαλέσει την σύνοδο) προς το πρόσωπο του Ιωάννη.
Με την επιστροφή των Κυπρίων στην πατρίδα τους, επέστρεψαν και επανεγκαταστάθηκαν στο νησί και Άραβες (αιχμάλωτοι των Βυζαντινών και άλλοι). Εφαρμόστηκε έτσι και πάλι το καθεστώς της "ουδετερότητας", της ισορροπίας και της συνύπαρξης. Με την επικράτηση ειρηνικών συνθηκών διευκολύνθηκε πολύ και το εμπόριο μεταξύ Κύπρου και Αράβων. Η Κύπρος χρησίμευε και σαν διαμετακομιστικός σταθμός.
Σε μερικές περιπτώσεις αξιόλογοι εκκλησιαστικοί ηγέτες από την Κύπρο είχαν αναμειχθεί πρωταγωνιστικά σε εκκλησιαστικές και θεολογικές καταστάσεις που απασχολούσαν ολόκληρη την αυτοκρατορία. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τις περιπτώσεις του Κυπρίου αγίου Σπυρίδωνος, του επισκόπου Κωνσταντίας αγίου Επιφανίου του Μεγάλου, του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κωνσταντίνου κ.ά. Άλλοι επιφανείς Κύπριοι ιεράρχες της βυζαντινής περιόδου, με διεθνή φήμη, ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, πατριάρχης Αλεξανδρείας από το 610 μέχρι το 619 μ.Χ., ο Γρηγόριος ο Κύπριος, πατριάρχης Κωνσταντινούπολης από το 1283 μέχρι το 1289, λόγιος και συγγραφέας, ο Νικόλαος Μουζάλων, αρχιεπίσκοπος Κύπρου και αργότερα (1147-1151) πατριάρχης Κωνσταντινούπολης και ο φημισμένος άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, ιδρυτής του ομώνυμου μοναστηριού στην Πάφο κατά τον 12ο αιώνα και αξιόλογος συγγραφέας.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως έχει και πιο πάνω επισημανθεί, ένας μεγάλος αριθμός μοναχών και ασκητών είχε έρθει στην Κύπρο από διάφορες άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, για διάφορους λόγους: άλλοι για να βρουν περισσότερη απομόνωση στην Κύπρο που ήταν νησί - άλλοι για να ξεφύγουν από τις περιπέτειες και τους κινδύνους εξ' αιτίας των αραβικών πολεμικών δραστηριοτήτων - άλλοι επειδή ήθελαν να ξεφύγουν από άλλες διώξεις (όπως στα χρόνια της Εικονομαχίας). Έτσι γεννήθηκε, μεταξύ των άλλων πολλών θρύλων και ο θρύλος περί των 300 "Αλαμάνων" αγίων που αναφέρονται σε μεσαιωνικά χρονικά ότι ήρθαν στην Κύπρο από την Παλαιστίνη και ασκήτευσαν ο καθένας σε διαφορετικό μέρος, σε ολόκληρο το νησί. Αν και αναφέρονται ως "Αλαμάνοι", ωστόσο δεν ήταν καθόλου Γερμανοί και δε φαίνεται να είχαν έρθει ομαδικά, ούτε όλοι την ίδια εποχή. Οι ξένοι πάντως, που ασκήτευσαν και πέθαναν στην Κύπρο, προστέθηκαν στους πολλούς τοπικούς αγίους του νησιού. Ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος και δίκαια οι μεσαιωνικοί χρονογράφοι χαρακτηρίζουν την Κύπρο ως Νήσο των Αγίων. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ' (πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας), στο βιβλίο του Κύπρος η Αγία Νήσος (Αθήνα 1968, απαριθμεί συνολικά 239 αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας που είτε ήταν Κύπριοι είτε ξένοι που έζησαν και πέθαναν στο νησί, προσθέτοντας ότι ο κατάλογος είναι πολύ μεγαλύτερος αλλά δε διασώθηκαν πολλών τα ονόματα (λ.χ. από τους αναφερόμενους 300 "Αλαμάνους" αγίους γνωστά είναι τα ονόματα μόνο των 54 από αυτούς).
Πηγή: http://agones-kyprion.blogspot.com
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως έχει και πιο πάνω επισημανθεί, ένας μεγάλος αριθμός μοναχών και ασκητών είχε έρθει στην Κύπρο από διάφορες άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, για διάφορους λόγους: άλλοι για να βρουν περισσότερη απομόνωση στην Κύπρο που ήταν νησί - άλλοι για να ξεφύγουν από τις περιπέτειες και τους κινδύνους εξ' αιτίας των αραβικών πολεμικών δραστηριοτήτων - άλλοι επειδή ήθελαν να ξεφύγουν από άλλες διώξεις (όπως στα χρόνια της Εικονομαχίας). Έτσι γεννήθηκε, μεταξύ των άλλων πολλών θρύλων και ο θρύλος περί των 300 "Αλαμάνων" αγίων που αναφέρονται σε μεσαιωνικά χρονικά ότι ήρθαν στην Κύπρο από την Παλαιστίνη και ασκήτευσαν ο καθένας σε διαφορετικό μέρος, σε ολόκληρο το νησί. Αν και αναφέρονται ως "Αλαμάνοι", ωστόσο δεν ήταν καθόλου Γερμανοί και δε φαίνεται να είχαν έρθει ομαδικά, ούτε όλοι την ίδια εποχή. Οι ξένοι πάντως, που ασκήτευσαν και πέθαναν στην Κύπρο, προστέθηκαν στους πολλούς τοπικούς αγίους του νησιού. Ο αριθμός τους είναι πολύ μεγάλος και δίκαια οι μεσαιωνικοί χρονογράφοι χαρακτηρίζουν την Κύπρο ως Νήσο των Αγίων. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ' (πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας), στο βιβλίο του Κύπρος η Αγία Νήσος (Αθήνα 1968, απαριθμεί συνολικά 239 αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας που είτε ήταν Κύπριοι είτε ξένοι που έζησαν και πέθαναν στο νησί, προσθέτοντας ότι ο κατάλογος είναι πολύ μεγαλύτερος αλλά δε διασώθηκαν πολλών τα ονόματα (λ.χ. από τους αναφερόμενους 300 "Αλαμάνους" αγίους γνωστά είναι τα ονόματα μόνο των 54 από αυτούς).
Πηγή: http://agones-kyprion.blogspot.com