Κυπριακός Γάμος
Σε όλους τους πολιτισμούς
ανεξαρτήτως θρησκείας ο γάμος πέραν από την θρησκευτική του σημασία ήταν
πάντοτε ένα μεγάλο χαρμόσυνο γεγονός για την κοινωνία και γιορταζόταν
από όλους. Κάθε λαός ανάλογα και με τα βιώματα του δημιούργησε τις
δικές του γαμήλιες παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του. Έτσι και στη
Κύπρο ο λαός δημιούργησε τις δικές του παραδόσεις που βεβαίως ποικίλουν
ανά περιοχή και με το πέρασμα των χρόνων τα έθιμα αυτά περνούσαν από
γενιά σε γενιά.
Ο γάμος στην Κύπρο δεν ήταν ποτέ μια απλή θρησκευτική γιορτή. Η προετοιμασία του γάμου διαρκούσε μέρες και σ’αυτή συμμετείχαν φίλοι, συγγενείς ακόμα και όλο το χωριό. Ο γάμος γινότανε συνήθως Κυριακή και τελείωνε μέχρι την άλλη Κυριακή με τον αντίγαμο.
Σήμερα με το πέρασμα των χρόνων κάποια από αυτές τις παραδόσεις έχουν ξεθωριάσει και πλέον ο γάμος αποτελεί ένα «κράμα» του παλιού με του νέου στοιχείου.
Ο γάμος στην Κύπρο δεν ήταν ποτέ μια απλή θρησκευτική γιορτή. Η προετοιμασία του γάμου διαρκούσε μέρες και σ’αυτή συμμετείχαν φίλοι, συγγενείς ακόμα και όλο το χωριό. Ο γάμος γινότανε συνήθως Κυριακή και τελείωνε μέχρι την άλλη Κυριακή με τον αντίγαμο.
Σήμερα με το πέρασμα των χρόνων κάποια από αυτές τις παραδόσεις έχουν ξεθωριάσει και πλέον ο γάμος αποτελεί ένα «κράμα» του παλιού με του νέου στοιχείου.
Προξένια: Τότε οι προξενητές μεσολαβούσαν και μιλούσαν στους γονείς της νύμφης. Οι γονείς περνούσαν από «κόσκινο» το γαμπρό προτού δώσουν την έγκριση τους. Πολλές φορές η γνώμη της κοπέλας δεν έπαιζε κανένα ρόλο στον επικείμενο γάμο.
Λογιάσματα: Τα λογιάσματα αποτελούσαν τον λόγο που έδινε ο ένας στον άλλο. Το παρόν τους έδιναv όλοι οι στενείς συγγενείς των μελλόνυμφων και εκεί υπόγραφαν το προικοσύμφωνο παρουσία εκτός από τους γονείς και του ιερέα του χωριού και το οποίο είχε νομική ισχύ. Πολλές φορές κατά τη σύναψη του προικοσύμφωνου προέκυπταν διαφωνίες μεταξύ των οικογενειών και ο γάμος ακυρωνόταν. Εάν προέκυπτε συμφωνία υπογραφόταν και έπρεπε να τηρηθεί κατά γράμμα.
Το στόλισμα της νύμφης και του γαμπρού: Γινόταν στα πατρικά σπίτια και των δυο όπου συνοδείας βιολιών και λαούτων οι κουμπάροι και οι κουμέρες αναλάμβαναν το ντύσιμο του γαμπρού και της νύμφης αντίστοιχα. Το ξύρισμα του γαμπρού αναλάμβανε συνήθως ο κουρέας του χωριού. Σε περιοχές περισσότερο της Αμμοχώστου ήταν διαδεδομένο ο «χορός των ρούχων» όπου έβαζαν τα ρούχα σε πανέρι και τα χόρευαν εν μέσω βιολιών και τραγουδιών.
Η πορεία προς την εκκλησία: Η πορεία προς την εκκλησιά γινόταν με τα πόδια και πέρναγε μέσα από τους δρόμους του χωριού. Ο γαμπρός και η νύμφη αντίστοιχα συνοδευόμενοι από συγγενείς και φίλους οδηγούνταν προς την εκκλησιά με την συνοδεία βιολιών και λαούτων.
Οι κουμπάροι: Κατά τη διάρκεια του γάμου οι κουμπάροι έγραφαν τα ονόματα τους σε μια μεγάλη άσπρη κορδέλα η οποία ήταν δεμένη πάνω στα στέφανα του ζευγαριού. Μάλιστα η επιτυχία του γάμου καθοριζόταν από τον αριθμό των κουμπάρων που είχε ο κάθε γάμος.
Το φίλημα των στεφάνων: Μόλις τελειώσει η τελετή του γάμου οι γονείς και οι συγγενείς φιλάνε τα ιερά στέφανα που ένωσαν το νεαρό ζευγάρι και τους δίνουν την ευχή τους.
Το ράψιμο του κρεβατιού: Το ράψιμο του κρεβατιού αναλαμβανότανε από 5 ή 7 μονοστέφανες γυναίκες και περιλάμβανε βιολιά λαούτα, χορούς και τσιαττιστά. Γέμιζαν το κρεβάτι του αντρόγυνου με παρθένο μαλλί από πρόβατα τα οποία έκοβαν και έπλεναν τις προηγούμενες ημέρες. Τέσσερις κόκκινοι σταυροί ράβονταν στις τέσσερις γωνιές του κρεβατιού. Ακολούθως κυλούσαν μικρά παιδιά πάνω στο κρεβάτι με την ευχή για πολλούς απογόνους. Μετά από όλα αυτά τη σκυτάλη έπαιρναν οι κουμπάροι με τον χορό του κρεβατιού.
Ο χορός των συμπεθέρων: Εκτός από το ζευγάρι μετά το γάμο χόρευαν και οι συμπέθεροι μεταξύ τους δείχνοντας πέραν από την διασκέδαση και την ένωση των δυο οικογενειών.
Το πρώτο ξημέρωμα: Στο πρώτο ξημέρωμα πήγαιναν οι γονείς του ζευγαριού συνοδεία του ιερέα του χωριού στο σπίτι του αντρογύνου και χτυπούσαν τις πόρτες. Όταν άνοιγαν τις πόρτες ο ιερέας ρώταγε το γαμπρό τι άλλο θέλει από τους γονείς και των δυο. Αν ο γαμπρός επιθυμούσε κάτι επιπλέον το ανάφερνε και αν ο πατέρας και ο πεθερός του δεν είχαν αντίρρηση, του ικανοποιούσαν την επιθυμία και έμπαιναν στο σπίτι.
Την επόμενη του γάμου: Την επόμενη του γάμου, ημέρα Δευτέρα συγγενείς και φίλοι πήγαιναν σπίτι του αντρογύνου παίρνοντας μαζί τους πίττες και μέλι. Το απόγευμα ο γαμπρός μαζί με τους κουμπάρους του γύρναγε σε όλο το χωριό βάζοντας κολώνια στα χέρια των χωριανών και οι κουμπάροι κέρναγαν κονιάκ. Οι συγχωριανές έδιναν στους κουμπάρους ζωντανές κότες που τις κρέμαγαν σε ένα μακρύ ξύλο και τις έπαιρναν στο σπίτι του αντρογύνου και θα αποτελούσε το κρέας για το τραπέζι της Δευτέρας του γάμου. Την Δευτέρα του γάμου η νύφη δεν φορούσε το νυφικό αλλά ένα ωραίο φόρεμα, το δευτερκάτικο όπως το έλεγαν. Όλες τις νύχτες του γάμου (ο γάμος είχε διάρκεια μια βδομάδα) έπαιζαν τα βιολιά και ο κόσμος χόρευε μόνο κυπριακούς χορούς, καλαματιανό και ταγκό.
Πηγή: http://anthinearchou2000.blogspot.com/
Λογιάσματα: Τα λογιάσματα αποτελούσαν τον λόγο που έδινε ο ένας στον άλλο. Το παρόν τους έδιναv όλοι οι στενείς συγγενείς των μελλόνυμφων και εκεί υπόγραφαν το προικοσύμφωνο παρουσία εκτός από τους γονείς και του ιερέα του χωριού και το οποίο είχε νομική ισχύ. Πολλές φορές κατά τη σύναψη του προικοσύμφωνου προέκυπταν διαφωνίες μεταξύ των οικογενειών και ο γάμος ακυρωνόταν. Εάν προέκυπτε συμφωνία υπογραφόταν και έπρεπε να τηρηθεί κατά γράμμα.
Το στόλισμα της νύμφης και του γαμπρού: Γινόταν στα πατρικά σπίτια και των δυο όπου συνοδείας βιολιών και λαούτων οι κουμπάροι και οι κουμέρες αναλάμβαναν το ντύσιμο του γαμπρού και της νύμφης αντίστοιχα. Το ξύρισμα του γαμπρού αναλάμβανε συνήθως ο κουρέας του χωριού. Σε περιοχές περισσότερο της Αμμοχώστου ήταν διαδεδομένο ο «χορός των ρούχων» όπου έβαζαν τα ρούχα σε πανέρι και τα χόρευαν εν μέσω βιολιών και τραγουδιών.
Η πορεία προς την εκκλησία: Η πορεία προς την εκκλησιά γινόταν με τα πόδια και πέρναγε μέσα από τους δρόμους του χωριού. Ο γαμπρός και η νύμφη αντίστοιχα συνοδευόμενοι από συγγενείς και φίλους οδηγούνταν προς την εκκλησιά με την συνοδεία βιολιών και λαούτων.
Οι κουμπάροι: Κατά τη διάρκεια του γάμου οι κουμπάροι έγραφαν τα ονόματα τους σε μια μεγάλη άσπρη κορδέλα η οποία ήταν δεμένη πάνω στα στέφανα του ζευγαριού. Μάλιστα η επιτυχία του γάμου καθοριζόταν από τον αριθμό των κουμπάρων που είχε ο κάθε γάμος.
Το φίλημα των στεφάνων: Μόλις τελειώσει η τελετή του γάμου οι γονείς και οι συγγενείς φιλάνε τα ιερά στέφανα που ένωσαν το νεαρό ζευγάρι και τους δίνουν την ευχή τους.
Το ράψιμο του κρεβατιού: Το ράψιμο του κρεβατιού αναλαμβανότανε από 5 ή 7 μονοστέφανες γυναίκες και περιλάμβανε βιολιά λαούτα, χορούς και τσιαττιστά. Γέμιζαν το κρεβάτι του αντρόγυνου με παρθένο μαλλί από πρόβατα τα οποία έκοβαν και έπλεναν τις προηγούμενες ημέρες. Τέσσερις κόκκινοι σταυροί ράβονταν στις τέσσερις γωνιές του κρεβατιού. Ακολούθως κυλούσαν μικρά παιδιά πάνω στο κρεβάτι με την ευχή για πολλούς απογόνους. Μετά από όλα αυτά τη σκυτάλη έπαιρναν οι κουμπάροι με τον χορό του κρεβατιού.
Ο χορός των συμπεθέρων: Εκτός από το ζευγάρι μετά το γάμο χόρευαν και οι συμπέθεροι μεταξύ τους δείχνοντας πέραν από την διασκέδαση και την ένωση των δυο οικογενειών.
Το πρώτο ξημέρωμα: Στο πρώτο ξημέρωμα πήγαιναν οι γονείς του ζευγαριού συνοδεία του ιερέα του χωριού στο σπίτι του αντρογύνου και χτυπούσαν τις πόρτες. Όταν άνοιγαν τις πόρτες ο ιερέας ρώταγε το γαμπρό τι άλλο θέλει από τους γονείς και των δυο. Αν ο γαμπρός επιθυμούσε κάτι επιπλέον το ανάφερνε και αν ο πατέρας και ο πεθερός του δεν είχαν αντίρρηση, του ικανοποιούσαν την επιθυμία και έμπαιναν στο σπίτι.
Την επόμενη του γάμου: Την επόμενη του γάμου, ημέρα Δευτέρα συγγενείς και φίλοι πήγαιναν σπίτι του αντρογύνου παίρνοντας μαζί τους πίττες και μέλι. Το απόγευμα ο γαμπρός μαζί με τους κουμπάρους του γύρναγε σε όλο το χωριό βάζοντας κολώνια στα χέρια των χωριανών και οι κουμπάροι κέρναγαν κονιάκ. Οι συγχωριανές έδιναν στους κουμπάρους ζωντανές κότες που τις κρέμαγαν σε ένα μακρύ ξύλο και τις έπαιρναν στο σπίτι του αντρογύνου και θα αποτελούσε το κρέας για το τραπέζι της Δευτέρας του γάμου. Την Δευτέρα του γάμου η νύφη δεν φορούσε το νυφικό αλλά ένα ωραίο φόρεμα, το δευτερκάτικο όπως το έλεγαν. Όλες τις νύχτες του γάμου (ο γάμος είχε διάρκεια μια βδομάδα) έπαιζαν τα βιολιά και ο κόσμος χόρευε μόνο κυπριακούς χορούς, καλαματιανό και ταγκό.
Πηγή: http://anthinearchou2000.blogspot.com/
Πάσχα
Οι προετοιμασίες για το Πάσχα ξεκινούν απο την αρχή της Μ.Εβδομάδας, ακόμα κι από το « Σάββατο του Λαζάρου».Μικρά παιδιά γυρίζαμε απο σπίτι σε σπίτι για να πούμε τον Λάζαρο ή το τραγούδι του Λαζάρου.
Αρχοντες Καλή μέρα σας
Καλή γιορτή απάνω σας.
Ήλθαν τα Βάγια ήλθασιν
Και του Λαζάρου έγερσις.
Τ' αγια Πάθη του Χριστού
Αξίως προσκυνήσωμεν
Και την Λαμπράν Ανάστασιν
Καλώς να την εφθάσωμεν.
Ακολουθεί στον ίδιο ρυθμό ολόκληρη η ιστορία της ανάστασης του Λαζάρου που μοιάζει προπομπός της Ανάστασης του Χριστού. Σάν αμοιβή προσφέρονταν στα παιδιά αυγά,κάτι που αφθονούσε στα σπίτια ,αφού η νηστεία των ημερών δεν ευνοούσε την κατανάλωσή τους.Ήταν όμως και πολύ χρήσιμα γιατί άλλα θα τα «κοκκινήσουν» θα τα βάψουν δηλαδή οι νοικοκυρές κόκκινα για το πατροπαράδοτο τσούγκρισμα... και άλλα θα γίνουν «φουκός» -γέμισμα δηλαδή- για τις φλαούνες.
Ένα άλλο τραγούδι για τον Λάζαρο, τα κόκκινα αυγά και το έθιμο του τσουγκρίσματος των αυγών μετά την Ανάσταση είναι και το ακόλουθο:
Ο Λάζαρος ο Δήμητρος
Ο κότσιηνο πεθύμητος
Ακούσαν τον οι όρνιθες
ΤζΆ εκάτσαν να γεννήσουν
ΤΆαυκά να κοτσιηνήσουν,
Το Πάσκαν να φατσιήσουν...
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά για το Πάσχα.
Αρχοντες Καλή μέρα σας
Καλή γιορτή απάνω σας.
Ήλθαν τα Βάγια ήλθασιν
Και του Λαζάρου έγερσις.
Τ' αγια Πάθη του Χριστού
Αξίως προσκυνήσωμεν
Και την Λαμπράν Ανάστασιν
Καλώς να την εφθάσωμεν.
Ακολουθεί στον ίδιο ρυθμό ολόκληρη η ιστορία της ανάστασης του Λαζάρου που μοιάζει προπομπός της Ανάστασης του Χριστού. Σάν αμοιβή προσφέρονταν στα παιδιά αυγά,κάτι που αφθονούσε στα σπίτια ,αφού η νηστεία των ημερών δεν ευνοούσε την κατανάλωσή τους.Ήταν όμως και πολύ χρήσιμα γιατί άλλα θα τα «κοκκινήσουν» θα τα βάψουν δηλαδή οι νοικοκυρές κόκκινα για το πατροπαράδοτο τσούγκρισμα... και άλλα θα γίνουν «φουκός» -γέμισμα δηλαδή- για τις φλαούνες.
Ένα άλλο τραγούδι για τον Λάζαρο, τα κόκκινα αυγά και το έθιμο του τσουγκρίσματος των αυγών μετά την Ανάσταση είναι και το ακόλουθο:
Ο Λάζαρος ο Δήμητρος
Ο κότσιηνο πεθύμητος
Ακούσαν τον οι όρνιθες
ΤζΆ εκάτσαν να γεννήσουν
ΤΆαυκά να κοτσιηνήσουν,
Το Πάσκαν να φατσιήσουν...
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά για το Πάσχα.
Χριστούγεννα
Τα έθιμα των Χριστουγέννων
Από την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκυρά στην κυπριακή ύπαιθρο κυρίως ζυμώνει κουλούρια, κούμουλα και χριστόψωμα για τη γέννηση του Χριστού που λέγονται γεννόπιττες. Ομάδες παιδιών περιέρχονται τα σπίτια και ψάλλουν - ιδίως στις πόλεις - με τη συνοδεία του ήχου ενός μεταλλικού τριγώνου το τραγούδι της γεννήσεως του Θεανθρώπου.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είν’ ο ορισμός σας
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη»!
Στην Πάφο και σ' άλλες περιοχές της Κύπρου κατά τη μέρα των Χριστουγέννων σφάζεται προς τιμήν του Χριστού χοίρος, ειδικά θρεμμένος κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Στον Άγιο Δημήτριο της Μαραθάσας αυτοί που τελούν εκκλησιαστική γιορτή μεταφέρουν στην εκκλησία βραστό χοιρινό κρέας, που προσφέρουν μ' ένα ποτήρι ζιβανία, στους εκκλησιαζομένους στο προαύλιο της εκκλησίας, μετά το τέλος της λειτουργίας. Στην Πιτσιλιά οι χοίροι σφάζονται κατά το Τριώδιο και στη Μεσαορία στις αρχές του φθινοπώρου.
Με την έναρξη των Χριστουγέννων πιστεύεται ότι έρχονται οι Καλικάντζαροι ή Πλανήταροι ή Σκαλαπούνταροι, τα γνωστά δαιμόνια που εξαφανίζονται με τον αγιασμό των Φώτων. Γίνεται επίσης το χριστουγεννιάτικο δέντρο που έχει εισαχθεί πρώτα στις πόλεις, και αργότερα στην ύπαιθρο.
Επίσης το έθιμο της ανταλλαγής ευχετηρίων καρτών έχει εισαχθεί πρώτα στις πόλεις και ύστερα στην κυπριακή ύπαιθρο. Ευχή της μέρας είναι στα χωριά χρόνους πολλούς και στις πόλεις καλά Χριστούγεννα. Στον Καραβά η θεία λειτουργία των Χριστουγέννων γινόταν τα μεσάνυκτα και μετά απ’ αυτήν έτρωγαν κότα.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκυρά στην κυπριακή ύπαιθρο κυρίως ζυμώνει κουλούρια, κούμουλα και χριστόψωμα για τη γέννηση του Χριστού που λέγονται γεννόπιττες. Ομάδες παιδιών περιέρχονται τα σπίτια και ψάλλουν - ιδίως στις πόλεις - με τη συνοδεία του ήχου ενός μεταλλικού τριγώνου το τραγούδι της γεννήσεως του Θεανθρώπου.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είν’ ο ορισμός σας
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη»!
Στην Πάφο και σ' άλλες περιοχές της Κύπρου κατά τη μέρα των Χριστουγέννων σφάζεται προς τιμήν του Χριστού χοίρος, ειδικά θρεμμένος κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Στον Άγιο Δημήτριο της Μαραθάσας αυτοί που τελούν εκκλησιαστική γιορτή μεταφέρουν στην εκκλησία βραστό χοιρινό κρέας, που προσφέρουν μ' ένα ποτήρι ζιβανία, στους εκκλησιαζομένους στο προαύλιο της εκκλησίας, μετά το τέλος της λειτουργίας. Στην Πιτσιλιά οι χοίροι σφάζονται κατά το Τριώδιο και στη Μεσαορία στις αρχές του φθινοπώρου.
Με την έναρξη των Χριστουγέννων πιστεύεται ότι έρχονται οι Καλικάντζαροι ή Πλανήταροι ή Σκαλαπούνταροι, τα γνωστά δαιμόνια που εξαφανίζονται με τον αγιασμό των Φώτων. Γίνεται επίσης το χριστουγεννιάτικο δέντρο που έχει εισαχθεί πρώτα στις πόλεις, και αργότερα στην ύπαιθρο.
Επίσης το έθιμο της ανταλλαγής ευχετηρίων καρτών έχει εισαχθεί πρώτα στις πόλεις και ύστερα στην κυπριακή ύπαιθρο. Ευχή της μέρας είναι στα χωριά χρόνους πολλούς και στις πόλεις καλά Χριστούγεννα. Στον Καραβά η θεία λειτουργία των Χριστουγέννων γινόταν τα μεσάνυκτα και μετά απ’ αυτήν έτρωγαν κότα.
Πρωτοχρονιά
Κατά τη μέρα αυτή γιορτάζεται όπως είναι γνωστό η μνήμη του αγίου
Βασιλείου. Κάθε οικογένεια ζυμώνει τη βασιλόπιττα, μέσα στην οποία
τοποθετείται ένα νόμισμα για τον τυχερό της χρονιάς.
Η βασιλόπιττα στα χωριά είναι είτε ένα μεγάλο ή στρογγυλό ψωμί με σησάμι (Πάφος) είτε ένα ανθρωπόμορφο ψωμί, είτε ένα ψωμί που έχει κολλημένο πάνω του μια ζυμαρένια ανθρώπινη μορφή (Ριζοκάρπασο) και στις πόλεις ένα γλύκισμα. Αυτή συνήθως κόβεται από τον οικοδεσπότη σε κοινό οικογενειακό τραπέζι και κάθε συνδαιτυμόνας παίρνει το μερίδιά του. Όποιος βρει το νόμισμα θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς. Στα Λαγουδερά (Πιτσιλιά) τη βασιλόπιττα την κόβει ο ιερέας κατά τα Φώτα και τη μοιράζονται όλοι οι παρευρισκόμενοι.
Κατά τον εσπερινό όλα τα μέλη της οικογένειας, κατά παλαιά βυζαντινή συνήθεια, προσπαθούν με την εμπυροσκοπία να διαγνώσουν αν τους αγαπούν πολύ αγαπητά τους πρόσωπα. Γι’ αυτό το σκοπό κόβουν χλωρή ελιά μόλις κτυπήσει η καμπάνα της εκκλησίας, για τον εσπερινό, και παίρνουν φύλλα, που τα ρίπτουν πάνω στη φωτιά επικαλούμενοι τον άγιο Βασίλειο να τους φανερώσει αν τους αγαπά το πρόσωπο που θέλουν, λέγοντας:
«Άη Βασίλη βασιλιά
που περπατάς τζ’αί καλαντάς
δείξε τζ’αί φανέρωσε αν μ' αγαπά ο (η) τάδε»
Επίσης κατά τον εσπερινό της Πρωτοχρονιάς τοποθετούν κυρίως πάνω στις πόρτες κλαδιά ή στεφάνια από ελιά (Μαραθάσα, Τηλλυρία).
Στον Άγιο Δημήτριο της Μαραθάσας οι κοπέλες κυρίως τρέχουν πολύ πρωί να πάνε στη βρύση για να πάρουνε όπως λένε τα κάλλη τους, δηλ. χρυσαφικά. Θα τα πάρει όποια πάει πρώτη να γεμίσει τη στάμνα της που έχει στο στόμιό της θυμάρι και κλαδί ελιάς. Ρίχνει στη γούρνα της βρύσης σιτάρι, κρεμά ένα κλαδί ελιάς πάνω στη βρύση και γεμίζει τη στάμνα της με νερό λέγοντας: Καλημέρα βρύση, δός μου που τα κάλλη σου, να σου δώκω που τα δικά μου.
Σ’ όλη την Κύπρο, αλλά περισσότερο στην περιοχή της Καρπασίας, προσέχουν πολύ το ποδαρικόν, δηλ. ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι κατά την Πρωτοχρονιά. Χάμω στην εξώθυρα του σπιτιού υπάρχει πέτρα αλλά κυρίως μια σκιλλοκρεμμύδα (αβρόσσ’ιλλα). Όποιος μπει πρώτος, πρέπει να μπει με το δεξί του πόδι, ρίχνει πρώτα μέσα στο σπίτι την πέτρα και ύστερα τη σκιλλοκρεμμύδα. Κατόπιν κάμνει το σημείο του σταυρού και λέγει έλα δύναμίς σου Θεέ μου τζ’ αι να’ γ’ καλός ο χρόνος τζ’αι να τρέσ’ει πόσσω σας το μέλιν τζ’αι το γάλαν. Ο νοικοκύρης του δίδει μέλι ή γλυκό να φάει και πουλουστρίναν, δηλ. νόμισμα (το οποίο του έδωσε προηγουμένως και έριξε μέσα στο σπίτι). Την σκιλλοκρεμμύδα την αφήνουν να κρέμεται συνήθως πάνω στο δοκάρι ή την πόρτα του σπιτιού μέχρι τον άλλο χρόνο.
Σε πολλά χωριά κατά την προηγούμενη νύκτα της Πρωτοχρονιάς τοποθετούνται πάνω στο τραπέζι κόλλυβα, κρασί, κτενιά (τσατσάρα) για να κτενίσει τα γένεια του ο Άης Βασίλης, ένα κλαδί ελιάς (Ανώγυρα) και το πουγγί του οικοδεσπότη, γιατί πιστεύεται ότι θα έλθει ο άγιος Βασίλειος να φάει και να τα ευλογήσει. Επίσης συνήθως κατά τη νύκτα αυτή τοποθετούνται μέσα σ’ ένα πιατο διάφοροι δημητριακοί καρποί (που λέγονται Βασίλης) και τους ραντίζουν τακτικά μέχρις ότου βλαστήσουν. Κατά τη γιορτή του αγίου Αντωνίου (στις 17 Ιανουαρίου) οι καρποί αυτοί φυτεύονται στα χωράφια όπου υπάρχουν φυτεμένοι κι άλλοι δημητριακοί καρποί. Στο Γουδί της Πάφου κατά την ίδια μέρα ραντίζονται τα σπαρτά με αγιασμό των Φώτων.
Η βασιλόπιττα στα χωριά είναι είτε ένα μεγάλο ή στρογγυλό ψωμί με σησάμι (Πάφος) είτε ένα ανθρωπόμορφο ψωμί, είτε ένα ψωμί που έχει κολλημένο πάνω του μια ζυμαρένια ανθρώπινη μορφή (Ριζοκάρπασο) και στις πόλεις ένα γλύκισμα. Αυτή συνήθως κόβεται από τον οικοδεσπότη σε κοινό οικογενειακό τραπέζι και κάθε συνδαιτυμόνας παίρνει το μερίδιά του. Όποιος βρει το νόμισμα θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς. Στα Λαγουδερά (Πιτσιλιά) τη βασιλόπιττα την κόβει ο ιερέας κατά τα Φώτα και τη μοιράζονται όλοι οι παρευρισκόμενοι.
Κατά τον εσπερινό όλα τα μέλη της οικογένειας, κατά παλαιά βυζαντινή συνήθεια, προσπαθούν με την εμπυροσκοπία να διαγνώσουν αν τους αγαπούν πολύ αγαπητά τους πρόσωπα. Γι’ αυτό το σκοπό κόβουν χλωρή ελιά μόλις κτυπήσει η καμπάνα της εκκλησίας, για τον εσπερινό, και παίρνουν φύλλα, που τα ρίπτουν πάνω στη φωτιά επικαλούμενοι τον άγιο Βασίλειο να τους φανερώσει αν τους αγαπά το πρόσωπο που θέλουν, λέγοντας:
«Άη Βασίλη βασιλιά
που περπατάς τζ’αί καλαντάς
δείξε τζ’αί φανέρωσε αν μ' αγαπά ο (η) τάδε»
Επίσης κατά τον εσπερινό της Πρωτοχρονιάς τοποθετούν κυρίως πάνω στις πόρτες κλαδιά ή στεφάνια από ελιά (Μαραθάσα, Τηλλυρία).
Στον Άγιο Δημήτριο της Μαραθάσας οι κοπέλες κυρίως τρέχουν πολύ πρωί να πάνε στη βρύση για να πάρουνε όπως λένε τα κάλλη τους, δηλ. χρυσαφικά. Θα τα πάρει όποια πάει πρώτη να γεμίσει τη στάμνα της που έχει στο στόμιό της θυμάρι και κλαδί ελιάς. Ρίχνει στη γούρνα της βρύσης σιτάρι, κρεμά ένα κλαδί ελιάς πάνω στη βρύση και γεμίζει τη στάμνα της με νερό λέγοντας: Καλημέρα βρύση, δός μου που τα κάλλη σου, να σου δώκω που τα δικά μου.
Σ’ όλη την Κύπρο, αλλά περισσότερο στην περιοχή της Καρπασίας, προσέχουν πολύ το ποδαρικόν, δηλ. ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι κατά την Πρωτοχρονιά. Χάμω στην εξώθυρα του σπιτιού υπάρχει πέτρα αλλά κυρίως μια σκιλλοκρεμμύδα (αβρόσσ’ιλλα). Όποιος μπει πρώτος, πρέπει να μπει με το δεξί του πόδι, ρίχνει πρώτα μέσα στο σπίτι την πέτρα και ύστερα τη σκιλλοκρεμμύδα. Κατόπιν κάμνει το σημείο του σταυρού και λέγει έλα δύναμίς σου Θεέ μου τζ’ αι να’ γ’ καλός ο χρόνος τζ’αι να τρέσ’ει πόσσω σας το μέλιν τζ’αι το γάλαν. Ο νοικοκύρης του δίδει μέλι ή γλυκό να φάει και πουλουστρίναν, δηλ. νόμισμα (το οποίο του έδωσε προηγουμένως και έριξε μέσα στο σπίτι). Την σκιλλοκρεμμύδα την αφήνουν να κρέμεται συνήθως πάνω στο δοκάρι ή την πόρτα του σπιτιού μέχρι τον άλλο χρόνο.
Σε πολλά χωριά κατά την προηγούμενη νύκτα της Πρωτοχρονιάς τοποθετούνται πάνω στο τραπέζι κόλλυβα, κρασί, κτενιά (τσατσάρα) για να κτενίσει τα γένεια του ο Άης Βασίλης, ένα κλαδί ελιάς (Ανώγυρα) και το πουγγί του οικοδεσπότη, γιατί πιστεύεται ότι θα έλθει ο άγιος Βασίλειος να φάει και να τα ευλογήσει. Επίσης συνήθως κατά τη νύκτα αυτή τοποθετούνται μέσα σ’ ένα πιατο διάφοροι δημητριακοί καρποί (που λέγονται Βασίλης) και τους ραντίζουν τακτικά μέχρις ότου βλαστήσουν. Κατά τη γιορτή του αγίου Αντωνίου (στις 17 Ιανουαρίου) οι καρποί αυτοί φυτεύονται στα χωράφια όπου υπάρχουν φυτεμένοι κι άλλοι δημητριακοί καρποί. Στο Γουδί της Πάφου κατά την ίδια μέρα ραντίζονται τα σπαρτά με αγιασμό των Φώτων.
Τα Φώτα
Η γιορτή είναι γνωστή στο λαό σαν γιορτή των Φώτων, επειδή σε παλαιότερους χρόνους κατά τη μέρα αυτή βάφτιζαν τα τέκνα τους κι έτσι φωτίζονταν. Κατά την παραμονή των Φώτων, δηλ. κατά τα λεγόμενα Κάλαντα, τελείται στην εκκλησία η ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού, δηλ. ο αγιασμός των νερών. Σε μερικά χωριά της Κύπρου (Πάφος κ.α.) μεταφέρονται στην εκκλησία για να βαπτιστούν στο αγιασμένο νερό διάφορα φρούτα όπως εσπεριδοειδή, ρόδια, καρπούζια και σταφύλια, φυλαγμένα από πριν, αμύγδαλα κλπ.).
Επίσης κάθε οικογένεια φροντίζει να βαφτίζει μερικά κεριά, που τα φυλάσσουν και τα ανάβουν σε περίπτωση θύελλας ή σε περίπτωση που μια έγκυος δυσκολεύεται να γεννήσει.
Μετά το τέλος της λειτουργίας του Μεγάλου Αγιασμού οι ιερείς περιέρχονται τα σπίτια και καλαντίζουν, δηλ. ραντίζουν με αγιασμένο νερό όλα τα δωμάτια του σπιτιού και τους ενοίκους, ενώ ταυτόχρονα ψάλλουν το εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε. Το ράντισμα τούτο πιστεύεται ότι έχει τη δύναμη να διώξει τους Καλικάντζαρους, δηλ. τα δαιμόνια που πιστεύεται ότι συχνάζουν καθόλα τα δωδεκάμερα και ενοχλούν τους ανθρώπους. Πιστεύεται ότι αυτοί διαμένουν στους μύλους ή τα σταυροδρόμια και πίνουν από ποτήρια που είναι τα νύχια των γαϊδουριών ή των χοίρων, εξαφανίζονται δε όταν κάμει κανένας το σημείο του σταυρού.
Κάθε οικογένεια προσφέρει στον ιερέα που καλαντίζει, κουλούρια, γλυκό, ποτό, ξεροτήανα (Σολιά), κόλλυβα (Λαγουδερά), λουκάνικα (Πάφος), πωρικά (αμύγδαλα, καρύδια κλπ.) (Μαραθάσα) και νομίσματα που παλαιότερα αποτελούσαν την χρονιάτικη πληρωμή του που γινόταν από την κοινότητα. Στο Γουδί της Πάφου έχουν στρωμένο τραπέζι (αυτή τη μέρα ανοίγουν τη ζαλατίνα) και ο ιερέας πρέπει να πάρει λίγο φαγητό και λίγο κρασί. Τον ιερέα κατά κανόνα συνοδεύουν μικρά παιδιά που φέρουν το σικλίν, δοχείο δηλ. μετάλλινο που περιέχει αγιασμένο νερό, και φανάρι, αναμμένο από το καντήλι κυρίως του Χριστού. Απ’ αυτό το φως δίδουν σ’ όλες τις οικογένειες.
Μ’ αυτό το φως κάμνουν και τη λεγόμενη χολλάν. Δηλ. ανάβουν κερί και το τοποθετούν κάτω από ένα υνί ή γαστρί και δημιουργείται αιθάλη (μούζη). Την παίρνουν μ’ ένα βαμβάκι και την τοποθετούν στο κοίλωμα ενός μικρού καλαμιού. Μ’ αυτή τη χολλά μαυρίζουν μ’ ένα φτερό κυρίως τα μικρά παιδιά, αλλά μαυρίζονται και γυναίκες για να κάμουν μαύρα μάτια, που εθεωρούντο ότι ήταν όμορφα, ή για να θεραπευθούν από διάφορες ασθένειες των οφθαλμών. Στο χωριό Πάνω Αρόδες (Πάφου) υπάρχει η Παναγία η Χρυσοσπηλιώτισσα (σε μια σπηλιά) και την πιο πάνω αιθάλη την παίρνουν οι γυναίκες κατά την Τρίτη της Λαμπρής (γίνεται πανηγύρι) και χολλιάζονται.
Επίσης στην Πάφο (Γουδί) ανάβουν με το πιο πάνω φως δυο κεριά και τα κολλούν στα κέρατα των βοδιών αν δεν είναι αδέλφια. Αν είναι αδέλφια, τους κολλούν από ένα κερί σε κάθε κέρατο. Ακόμη ρίχνουν σ’ αυτά κατά τη νύχτα κόλλυβα και πιστεύεται ότι μιλούν και λένε μεταξύ τους: Φάε να φάμεν που τους κόπους μας.
Στο χωριό Κρήτου Μαρόττου της Πάφου τα πιο πάνω κόλλυβα τα ψήνουν κατά την Πρωτοχρονιά. Μέσα σ’ αυτά ρίχνουν και το σιτάρι του λεγόμενου σταυρού. Ο σταυρός γίνεται κατά την τελευταία μέρα του θερισμού όπου γίνεται η λεγόμενη μηλιά*. Ύστερα τα ρίχνουν στα βόδια που πιστεύεται ότι μιλούν και λένε την πιο πάνω φράση. Επίσης κόλλυβα ρίχνουν σχεδόν σ’ όλη την Κύπρο κατά την Πρωτοχρονιά ή κατά τα Φώτα και στις κότες για να γεννούν αυγά. Σε μερικά χωριά τα κόλλυβα αυτά τα λένε βασιλούδια. Στο Γουδί της Πάφου με το φως των Φώτων άναβαν παλαιότερα μια μικρή φωτιά σε αλώνια, για ευλοΐαν του αλωνιού, όπως έλεγαν.
Επίσης στο ίδιο χωριό άναβαν με το φως του κεριού των Φώτων ένα μεγάλο ξύλο. Διατηρούσαν τη φωτιά για σαράντα μέρες. Κατόπιν έπαιρναν μερικά καρβουνάκια από την πιο πάνω φωτιά και τα έριχναν μέσα σ' ένα δοχείο με νερό. Μ’ αυτό το νερό ράντιζαν όλο το σπίτι.
Κατά τα Κάλαντα κάθε οικογένεια πρέπει να ψήσει ξεροτήανα (τηγανίτες). Ρίχνει μερικά πάνω στη στέγη των σπιτιών (σπάνια με λίγα λουκάνικα), για να φάνε και να φύγουν οι Καλικάντζαροι που πιστεύεται ότι λένε:
«Τιτσίν τιτσίν λουκάνικον
μασ’ αίριν μαυρομάνικον
κομμάτιν ξεροτήανον
να φάμεν τζ’αι να φύουμεν»
Κατά τη γιορτή των Φώτων στις παράλιες πόλεις γίνεται η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. Μετά την τέλεση του αγιασμού, ενώ προηγούνται τα εξαπτέρυγα και ο Τίμιος Σταυρός και ακολουθούν οι ιερείς συνήθως με τον αρχιερέα) μεταβαίνουν στην παραλία όπου ο προΐστάμενος της τελετής ψάλλει το εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε... και ρίπτει στη θάλασσα τον Τίμιο Σταυρό, δεμένο με αλυσίδα κυρίως, για να μη χαθεί. Πολλοί δύτες που αναμένουν την κατάδυση του σταυρού, αμιλλώνται ποιος θα τον βρει για να τον φέρει στον προϊστάμενο της τελετής.
Αξιοσημείωτο έθιμο της μέρας αυτής είναι αυτό που γίνεται στην Πάφο κ.α. όπου μικρά παιδιά περιέρχονται τα σπίτια ζητώντας πλουμιστήραν (από το ρ. πλουμίζω = φιλοδωρώ) ή πουλουστρίναν (από το γαλλικό pour estrenne = καλή τύχη), δηλ. φιλοδώρημα συνήθως χρηματικό (παλαιότερα, ήταν διάφοροι καρποί, όπως αμύγδαλα, σταφίδες, ρόδια κλπ.), λέγοντας Καλημέρα τζ’αί τα Φώτα τζ’αί την πλουμιστήραν πρώτα. Το έθιμο αυτό ασφαλώς είναι κατάλοιπο των πρώτων χριστιανικών χρόνων, όταν η Ιανουαρίου είχε τη θέση της πρωτοχρονιάς στην Ανατολή.
Πηγή:Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Η Καθημερινή
Επίσης κάθε οικογένεια φροντίζει να βαφτίζει μερικά κεριά, που τα φυλάσσουν και τα ανάβουν σε περίπτωση θύελλας ή σε περίπτωση που μια έγκυος δυσκολεύεται να γεννήσει.
Μετά το τέλος της λειτουργίας του Μεγάλου Αγιασμού οι ιερείς περιέρχονται τα σπίτια και καλαντίζουν, δηλ. ραντίζουν με αγιασμένο νερό όλα τα δωμάτια του σπιτιού και τους ενοίκους, ενώ ταυτόχρονα ψάλλουν το εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε. Το ράντισμα τούτο πιστεύεται ότι έχει τη δύναμη να διώξει τους Καλικάντζαρους, δηλ. τα δαιμόνια που πιστεύεται ότι συχνάζουν καθόλα τα δωδεκάμερα και ενοχλούν τους ανθρώπους. Πιστεύεται ότι αυτοί διαμένουν στους μύλους ή τα σταυροδρόμια και πίνουν από ποτήρια που είναι τα νύχια των γαϊδουριών ή των χοίρων, εξαφανίζονται δε όταν κάμει κανένας το σημείο του σταυρού.
Κάθε οικογένεια προσφέρει στον ιερέα που καλαντίζει, κουλούρια, γλυκό, ποτό, ξεροτήανα (Σολιά), κόλλυβα (Λαγουδερά), λουκάνικα (Πάφος), πωρικά (αμύγδαλα, καρύδια κλπ.) (Μαραθάσα) και νομίσματα που παλαιότερα αποτελούσαν την χρονιάτικη πληρωμή του που γινόταν από την κοινότητα. Στο Γουδί της Πάφου έχουν στρωμένο τραπέζι (αυτή τη μέρα ανοίγουν τη ζαλατίνα) και ο ιερέας πρέπει να πάρει λίγο φαγητό και λίγο κρασί. Τον ιερέα κατά κανόνα συνοδεύουν μικρά παιδιά που φέρουν το σικλίν, δοχείο δηλ. μετάλλινο που περιέχει αγιασμένο νερό, και φανάρι, αναμμένο από το καντήλι κυρίως του Χριστού. Απ’ αυτό το φως δίδουν σ’ όλες τις οικογένειες.
Μ’ αυτό το φως κάμνουν και τη λεγόμενη χολλάν. Δηλ. ανάβουν κερί και το τοποθετούν κάτω από ένα υνί ή γαστρί και δημιουργείται αιθάλη (μούζη). Την παίρνουν μ’ ένα βαμβάκι και την τοποθετούν στο κοίλωμα ενός μικρού καλαμιού. Μ’ αυτή τη χολλά μαυρίζουν μ’ ένα φτερό κυρίως τα μικρά παιδιά, αλλά μαυρίζονται και γυναίκες για να κάμουν μαύρα μάτια, που εθεωρούντο ότι ήταν όμορφα, ή για να θεραπευθούν από διάφορες ασθένειες των οφθαλμών. Στο χωριό Πάνω Αρόδες (Πάφου) υπάρχει η Παναγία η Χρυσοσπηλιώτισσα (σε μια σπηλιά) και την πιο πάνω αιθάλη την παίρνουν οι γυναίκες κατά την Τρίτη της Λαμπρής (γίνεται πανηγύρι) και χολλιάζονται.
Επίσης στην Πάφο (Γουδί) ανάβουν με το πιο πάνω φως δυο κεριά και τα κολλούν στα κέρατα των βοδιών αν δεν είναι αδέλφια. Αν είναι αδέλφια, τους κολλούν από ένα κερί σε κάθε κέρατο. Ακόμη ρίχνουν σ’ αυτά κατά τη νύχτα κόλλυβα και πιστεύεται ότι μιλούν και λένε μεταξύ τους: Φάε να φάμεν που τους κόπους μας.
Στο χωριό Κρήτου Μαρόττου της Πάφου τα πιο πάνω κόλλυβα τα ψήνουν κατά την Πρωτοχρονιά. Μέσα σ’ αυτά ρίχνουν και το σιτάρι του λεγόμενου σταυρού. Ο σταυρός γίνεται κατά την τελευταία μέρα του θερισμού όπου γίνεται η λεγόμενη μηλιά*. Ύστερα τα ρίχνουν στα βόδια που πιστεύεται ότι μιλούν και λένε την πιο πάνω φράση. Επίσης κόλλυβα ρίχνουν σχεδόν σ’ όλη την Κύπρο κατά την Πρωτοχρονιά ή κατά τα Φώτα και στις κότες για να γεννούν αυγά. Σε μερικά χωριά τα κόλλυβα αυτά τα λένε βασιλούδια. Στο Γουδί της Πάφου με το φως των Φώτων άναβαν παλαιότερα μια μικρή φωτιά σε αλώνια, για ευλοΐαν του αλωνιού, όπως έλεγαν.
Επίσης στο ίδιο χωριό άναβαν με το φως του κεριού των Φώτων ένα μεγάλο ξύλο. Διατηρούσαν τη φωτιά για σαράντα μέρες. Κατόπιν έπαιρναν μερικά καρβουνάκια από την πιο πάνω φωτιά και τα έριχναν μέσα σ' ένα δοχείο με νερό. Μ’ αυτό το νερό ράντιζαν όλο το σπίτι.
Κατά τα Κάλαντα κάθε οικογένεια πρέπει να ψήσει ξεροτήανα (τηγανίτες). Ρίχνει μερικά πάνω στη στέγη των σπιτιών (σπάνια με λίγα λουκάνικα), για να φάνε και να φύγουν οι Καλικάντζαροι που πιστεύεται ότι λένε:
«Τιτσίν τιτσίν λουκάνικον
μασ’ αίριν μαυρομάνικον
κομμάτιν ξεροτήανον
να φάμεν τζ’αι να φύουμεν»
Κατά τη γιορτή των Φώτων στις παράλιες πόλεις γίνεται η κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. Μετά την τέλεση του αγιασμού, ενώ προηγούνται τα εξαπτέρυγα και ο Τίμιος Σταυρός και ακολουθούν οι ιερείς συνήθως με τον αρχιερέα) μεταβαίνουν στην παραλία όπου ο προΐστάμενος της τελετής ψάλλει το εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε... και ρίπτει στη θάλασσα τον Τίμιο Σταυρό, δεμένο με αλυσίδα κυρίως, για να μη χαθεί. Πολλοί δύτες που αναμένουν την κατάδυση του σταυρού, αμιλλώνται ποιος θα τον βρει για να τον φέρει στον προϊστάμενο της τελετής.
Αξιοσημείωτο έθιμο της μέρας αυτής είναι αυτό που γίνεται στην Πάφο κ.α. όπου μικρά παιδιά περιέρχονται τα σπίτια ζητώντας πλουμιστήραν (από το ρ. πλουμίζω = φιλοδωρώ) ή πουλουστρίναν (από το γαλλικό pour estrenne = καλή τύχη), δηλ. φιλοδώρημα συνήθως χρηματικό (παλαιότερα, ήταν διάφοροι καρποί, όπως αμύγδαλα, σταφίδες, ρόδια κλπ.), λέγοντας Καλημέρα τζ’αί τα Φώτα τζ’αί την πλουμιστήραν πρώτα. Το έθιμο αυτό ασφαλώς είναι κατάλοιπο των πρώτων χριστιανικών χρόνων, όταν η Ιανουαρίου είχε τη θέση της πρωτοχρονιάς στην Ανατολή.
Πηγή:Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Η Καθημερινή