Η Κερύνεια ή Girne ή Κυρήνεια είναι παραθαλάσσια πόλη της Κύπρου που βρίσκεται περί το μέσον της βόρειας ακτής της. Αποτελεί πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας που εκτείνεται από το ακρωτήριο Κορμακίτη μέχρι τη λεγόμενη των "Αχαιών ακτή", περιλαμβάνοντας και το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς του Πενταδάκτυλου.
Τον Ιούλιο του 1974, στα πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η Κερύνεια κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι εκδιώχθηκαν στα πλαίσια εθνοκάθαρσης από τις εστίες τους και κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο ελεύθερο κομμάτι του νησιού. Από το 1983 ελέγχεται de facto από τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής και την υποτελή διοίκηση των κατεχομένων.
Η Κερύνεια είναι η μικρότερη από τις έξι πόλεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Κύπρου, όπως φανερώνει και η ονομασία της, που διασώζει την ονομασία της Κυρηνείας, αρχαιότατης πόλης της Αχαΐας. Πρόκειται στη πραγματικότητα για δύο πόλεις η "Κάτω Κερύνεια" που εκτείνεται γύρω από το μικρό λιμάνι της, πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων, και η "Άνω Κερύνεια" που εκτείνεται νοτιότερα. Οι κάτοικοί της, καλούμενοι "Κερυνειώτες", που στην πλειοψηφία τους ήταν Έλληνες χριστιανοί, εξαναγκάστηκαν από την πολιτική εθνοκάθαρσης που εφάρμοσαν τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα το 1974 να την εγκαταλείψουν και να καταστούν πρόσφυγες. Εξακολουθεί από τότε να είναι κατεχόμενη τόσο η πόλη, όσο και ολόκληρη η επαρχία
Πηγή:Βικιπαίδεια
Τον Ιούλιο του 1974, στα πλαίσια των πολεμικών επιχειρήσεων της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, η Κερύνεια κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι εκδιώχθηκαν στα πλαίσια εθνοκάθαρσης από τις εστίες τους και κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο ελεύθερο κομμάτι του νησιού. Από το 1983 ελέγχεται de facto από τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής και την υποτελή διοίκηση των κατεχομένων.
Η Κερύνεια είναι η μικρότερη από τις έξι πόλεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Κύπρου, όπως φανερώνει και η ονομασία της, που διασώζει την ονομασία της Κυρηνείας, αρχαιότατης πόλης της Αχαΐας. Πρόκειται στη πραγματικότητα για δύο πόλεις η "Κάτω Κερύνεια" που εκτείνεται γύρω από το μικρό λιμάνι της, πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων, και η "Άνω Κερύνεια" που εκτείνεται νοτιότερα. Οι κάτοικοί της, καλούμενοι "Κερυνειώτες", που στην πλειοψηφία τους ήταν Έλληνες χριστιανοί, εξαναγκάστηκαν από την πολιτική εθνοκάθαρσης που εφάρμοσαν τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα το 1974 να την εγκαταλείψουν και να καταστούν πρόσφυγες. Εξακολουθεί από τότε να είναι κατεχόμενη τόσο η πόλη, όσο και ολόκληρη η επαρχία
Πηγή:Βικιπαίδεια
|
|
Ποίημα ''Μνήμη Κερύνειας''
Νίκος Κρανιδιώτης
Συλλογιέμαι τα χρόνια που πέρασαν,
τη μικρή πολιτεία,
που ακουμπημένη στη θάλασσα λαμποκοπούσε στον ήλιο,
τη γιαγιά Ελένη
που κατέβαζε το Θεό στο σπίτι της και τον φίλευε κόλλυβα και μέλι.
Τις μεγάλες καλοκαιριάτικες μέρες,
που κρατούσαν ακίνητο τον ήλιο στη θάλασσα,
την ταραχή του εφηβικού έρωτα που κατέβαζε στη γη το φεγγάρι,
τα πρωινά,
που χαμογελούσε το φως μέσ’ απ’ τις χαραμάδες των κλειστών παραθυριών κι άπλωνε στ’ αστραφτερά σεντόνια την κόκκινη δαντέλα του.
Κι ύστερα τους πραματευτάδες,
που διαλαλούσαν την πραμάτια τους ανάμεσα στον τρυφερό κελαϊδισμό μιας σιταρήθρας και το φευγάτο καλπασμό του αλόγου στο πασπαλισμένο μ’ ασημόσκονη πλακόστρωτο.
Ήτανε όλα ωραία:
Οι απλοί άνθρωποι που μηδένιζαν τη σκέψη τους στο αύριο,
ο αγέρας, που γέμιζε θαλασσινές νότες τα μικρά σπιτάκια,
οι πράσινες ελιές,
που ασήμωναν το σιωπηλό κάμπο,
τα ζουζούνια,
που μετεωρίζονταν στο χρυσό φως της μέρας,
τα μάτια των κοριτσιών,
που βυθίζονταν στο γαλάζιο όραμα των καραβιών,
που φεύγανε απ’ το μικρό λιμανάκι, σαν χάρτινα παιχνίδια,
στα ξεχασμένα παιδικά τους όνειρα. Πέρασαν όλα σαν φευγαλέο καλοκαιριάτικο όραμα.
Τώρα δε μένει πια παρά η νύχτα η μαύρη νύχτα,
η σκοτεινή αυγή π’ ανάτειλε ύστερα χωρίς Θεό,
κι ο ήλιος που βυθίστηκε για πάντα στο μεγάλο θάνατο.
τη μικρή πολιτεία,
που ακουμπημένη στη θάλασσα λαμποκοπούσε στον ήλιο,
τη γιαγιά Ελένη
που κατέβαζε το Θεό στο σπίτι της και τον φίλευε κόλλυβα και μέλι.
Τις μεγάλες καλοκαιριάτικες μέρες,
που κρατούσαν ακίνητο τον ήλιο στη θάλασσα,
την ταραχή του εφηβικού έρωτα που κατέβαζε στη γη το φεγγάρι,
τα πρωινά,
που χαμογελούσε το φως μέσ’ απ’ τις χαραμάδες των κλειστών παραθυριών κι άπλωνε στ’ αστραφτερά σεντόνια την κόκκινη δαντέλα του.
Κι ύστερα τους πραματευτάδες,
που διαλαλούσαν την πραμάτια τους ανάμεσα στον τρυφερό κελαϊδισμό μιας σιταρήθρας και το φευγάτο καλπασμό του αλόγου στο πασπαλισμένο μ’ ασημόσκονη πλακόστρωτο.
Ήτανε όλα ωραία:
Οι απλοί άνθρωποι που μηδένιζαν τη σκέψη τους στο αύριο,
ο αγέρας, που γέμιζε θαλασσινές νότες τα μικρά σπιτάκια,
οι πράσινες ελιές,
που ασήμωναν το σιωπηλό κάμπο,
τα ζουζούνια,
που μετεωρίζονταν στο χρυσό φως της μέρας,
τα μάτια των κοριτσιών,
που βυθίζονταν στο γαλάζιο όραμα των καραβιών,
που φεύγανε απ’ το μικρό λιμανάκι, σαν χάρτινα παιχνίδια,
στα ξεχασμένα παιδικά τους όνειρα. Πέρασαν όλα σαν φευγαλέο καλοκαιριάτικο όραμα.
Τώρα δε μένει πια παρά η νύχτα η μαύρη νύχτα,
η σκοτεινή αυγή π’ ανάτειλε ύστερα χωρίς Θεό,
κι ο ήλιος που βυθίστηκε για πάντα στο μεγάλο θάνατο.