Κυπρίων Ποίηση
H Κυπριακή ποιητική παράδοση,η Κυπριακή ποίηση, έχει τις πηγές της πολύ βαθειά στο χρόνο, φτάνοντας μέχρι τις εποχές εκείνες που ανδρώθηκε το έπος. Τόσο ο χαρακτήρας της όσο και το περιεχόμενο της καθρεφτίζουν την ελληνικότητά της.
Κυπριακά ερωτικά ποιήματα του 16ου αιώνα
Ως κυπριακά ερωτικά ποιήματα είναι γνωστά 156 ποιήματα του 16ου αι. γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο που έχουν παραδοθεί σε έναν χειρόγραφο κώδικα. Ο δημιουργός των ποιημάτων είναι ανώνυμος και η χρονολόγησή τους είναι αβέβαιη. Περίπου 30 από τα ποιήματα είναι μεταφράσεις ιταλικών ποιημάτων και τα 10 από αυτά είναι μεταφράσεις ποιημάτων του Πετράρχη. Και στα άλλα όμως ποιήματα είναι φανερή η επίδραση του πετραρχισμού και της ιταλικής μετρικής. Τα ποιήματα αυτά είναι κάποια από τα πρώτα δείγματα λογοτεχνικής καλλιέργειας της ομιλουμένης γλώσσας με υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Πέρα όμως από την αισθητική τους αξία, είναι μεγάλη και η ιστορική τους σημασία, αφ’ ενός ως γλωσσικών μνημείων και αφ’ ετέρου επειδή σε αυτήν την συλλογή απαντώνται τα πρώτα ελληνικά σονέτα.
Ως κυπριακά ερωτικά ποιήματα είναι γνωστά 156 ποιήματα του 16ου αι. γραμμένα στην κυπριακή διάλεκτο που έχουν παραδοθεί σε έναν χειρόγραφο κώδικα. Ο δημιουργός των ποιημάτων είναι ανώνυμος και η χρονολόγησή τους είναι αβέβαιη. Περίπου 30 από τα ποιήματα είναι μεταφράσεις ιταλικών ποιημάτων και τα 10 από αυτά είναι μεταφράσεις ποιημάτων του Πετράρχη. Και στα άλλα όμως ποιήματα είναι φανερή η επίδραση του πετραρχισμού και της ιταλικής μετρικής. Τα ποιήματα αυτά είναι κάποια από τα πρώτα δείγματα λογοτεχνικής καλλιέργειας της ομιλουμένης γλώσσας με υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα. Πέρα όμως από την αισθητική τους αξία, είναι μεγάλη και η ιστορική τους σημασία, αφ’ ενός ως γλωσσικών μνημείων και αφ’ ετέρου επειδή σε αυτήν την συλλογή απαντώνται τα πρώτα ελληνικά σονέτα.
ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΜΕΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.
Μια λάμψη κάτω απ’ τα σεντόνια / Παναγιώτου Ευτυχία
χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.
ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά
τρυπιέται απ’ το μυαλό.
ίσως κάτι συνταρακτικό
όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα
— εγκάθετη
μελωδία σε σύστημα τυφλό.
χέρι μέσα σε χέρια
κι ένα κλικ
επώδυνο,
μουσική οργάνων· τρυπά το στομάχι.
εμετός στην κλίνη, βυθισμένη σε ώρα ησυχίας.
θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι·
νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.
ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις
μια εξοχή του μυαλού της σε καλώδιο.
αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,
έναν τρυποκάρυδο πιστό,
παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,
λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.
(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.
ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού.
βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,
κι όλα είναι τόσο χαρμόσυνα),
τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα
αυτό που δεν μπορώ να δω
το λένε χαρά
(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές
γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)
μια λέξη μου --π’ αγωνιά-- κι όλα πάλι συσκοτίζονται.
η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα
κάτι αδύνατο να ειπωθεί
ειλικρινά
ανθρώπινο εντελώς.
χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε.
ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά
τρυπιέται απ’ το μυαλό.
ίσως κάτι συνταρακτικό
όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα
— εγκάθετη
μελωδία σε σύστημα τυφλό.
χέρι μέσα σε χέρια
κι ένα κλικ
επώδυνο,
μουσική οργάνων· τρυπά το στομάχι.
εμετός στην κλίνη, βυθισμένη σε ώρα ησυχίας.
θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι·
νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται.
ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις
μια εξοχή του μυαλού της σε καλώδιο.
αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό,
έναν τρυποκάρυδο πιστό,
παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή,
λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα.
(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο.
ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού.
βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά,
κι όλα είναι τόσο χαρμόσυνα),
τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα
αυτό που δεν μπορώ να δω
το λένε χαρά
(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές
γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα)
μια λέξη μου --π’ αγωνιά-- κι όλα πάλι συσκοτίζονται.
η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα
κάτι αδύνατο να ειπωθεί
ειλικρινά
ανθρώπινο εντελώς.
Ο ακροβάτης του ονείρου / Άγγελος Σοφοκλέους
Ο ακροβάτης του ονείρου
τολμηρά ταλαντεύεται στης ζωής το σκοινί
τα όνειρά του μαχόμενος να ισορροπήσει.
Πουνέντηδες, όστριες κι απηλιώτες,
σ’ ανθρώπους μεταμφιεσμένοι,
τη ρότα του ν’ αλλάξουν προσπαθούν
και στο βυθό τους να τον πνίξουν.
Μα από ’κει ψηλά,
τα μονοπάτια του κόσμου όλου παρατηρεί
κι ακούει την κατεύθυνση που προστάζουν τα όνειρά του.
Το σκοινί που κάποτε
απ’ το βάρος του απέραντου σκίζεται
με όρεξη κι υπομονή επιδιορθώνει,
σφικτά κρατώντας τα όνειρά του.
Κι όσους τα όνειρά τους στο κενό ρίχνουν
το βάρος τους για ν’ αλαφρύνουν
και να ’χουν μια πορεία πιο εύκολη,
δε ζηλεύει,
αφού χωρίς όνειρα ταλαντεύονται
πάνω σε σκισμένο σκοινί
με άγνωστο προορισμό
Ο ακροβάτης του ονείρου
τολμηρά ταλαντεύεται στης ζωής το σκοινί
τα όνειρά του μαχόμενος να ισορροπήσει.
Πουνέντηδες, όστριες κι απηλιώτες,
σ’ ανθρώπους μεταμφιεσμένοι,
τη ρότα του ν’ αλλάξουν προσπαθούν
και στο βυθό τους να τον πνίξουν.
Μα από ’κει ψηλά,
τα μονοπάτια του κόσμου όλου παρατηρεί
κι ακούει την κατεύθυνση που προστάζουν τα όνειρά του.
Το σκοινί που κάποτε
απ’ το βάρος του απέραντου σκίζεται
με όρεξη κι υπομονή επιδιορθώνει,
σφικτά κρατώντας τα όνειρά του.
Κι όσους τα όνειρά τους στο κενό ρίχνουν
το βάρος τους για ν’ αλαφρύνουν
και να ’χουν μια πορεία πιο εύκολη,
δε ζηλεύει,
αφού χωρίς όνειρα ταλαντεύονται
πάνω σε σκισμένο σκοινί
με άγνωστο προορισμό
ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΧΟΥΜΕ / Κυπριανού Κ.
Πάμε να ζήσουμε
εκεί που δεν μας ξέρουν
σε μιά πατρίδα
πού'ναι για παιδιά
και άν μας βρούν
και πάν να μας την φέρουν
θα την τραβήξουμε
γι'αλλού με τα σχοινιά ...
Με αλυσίδες και σχοινιά
θα την τραβάμε
και θα την πάμε σ'άλλη γειτονιά
πατρίδα έχουμε
εμείς θα την κρατάμε
μακριά απο ζάρια κι'από πετονιά
___
Πάμε να βρούμε
τα χαμόγελα που λείπουν
μου είπαν είναι
πέρα απ'την στεριά
εδώ ακόμα και παιδιά
εγκαταλείπουν
εδώ τα πάντα στείρα και στεγνά
Πάμε να ζήσουμε
εκεί που δεν μας ξέρουν
σε μιά πατρίδα
πού'ναι για παιδιά
και άν μας βρούν
και πάν να μας την φέρουν
θα την τραβήξουμε
γι'αλλού με τα σχοινιά ...
Με αλυσίδες και σχοινιά
θα την τραβάμε
και θα την πάμε σ'άλλη γειτονιά
πατρίδα έχουμε
εμείς θα την κρατάμε
μακριά απο ζάρια κι'από πετονιά
___
Πάμε να βρούμε
τα χαμόγελα που λείπουν
μου είπαν είναι
πέρα απ'την στεριά
εδώ ακόμα και παιδιά
εγκαταλείπουν
εδώ τα πάντα στείρα και στεγνά
Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917)
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο το 1849 (ή 1853). Γονείς του ήταν ο Χατζής Μιχαήλ Χαραλάμπους και η Αννέττα Κονόμου. Το επίθετο "Μιχαηλίδης" υιοθετήθηκε αργότερα από τον ποιητή.Έμαθε τα πρώτα του γράμματα από το θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, ποιητή και ζωγράφο, στο Δάλι. Σε νεαρή ηλικία (δέκα ή δώδεκα χρονών) ο Μιχαηλίδης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας. Εκεί ο νεαρός Μιχαηλίδης έζησε υπό την προστασία του θείου του, Γιάννη Οικονομίδη, αργότερα μητροπολίτη Κιτίου.
Κατά την παραμονή του στην Αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας ο Μιχαηλίδης απέτυχε στην απόκτηση ανώτερης σχολικής μόρφωσης. Παράλληλα, η αγιογραφία που διδάχθηκε ο Μιχαηλίδης δεν τον οδήγησαν σε σημείο που θα μπορούσε να ασχοληθεί βιοποριστικά με την τέχνη. Ωστόσο, στην Αρχιεπισκοπή ο Μιχαηλίδης ενδέχεται να γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Βιζυηνό, που βρισκόταν στην Κύπρο για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ελληνική Σχολή.
Με τη χειροτόνησή του ως Μητροπολίτη Κιτίου το 1868 ο θείος έφυγε για τη Λάρνακα παίρνοντας μαζί του τον έφηβο Μιχαηλίδη. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Λάρνακας και οι επιρροές από τους λόγιους της περιοχής έστρεψαν το ενδιαφέρον του Μιχαηλίδη προς την ποίηση. Με παρότρυνση του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη ο Μιχαηλίδης δημοσίευσε τα πρώτα του έμμετρα κείμενα στον Πυθαγόρα της Σμύρνης το 1873.
Με τη χειροτόνησή του ως Μητροπολίτη Κιτίου το 1868 ο θείος έφυγε για τη Λάρνακα παίρνοντας μαζί του τον έφηβο Μιχαηλίδη. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Λάρνακας και οι επιρροές από τους λόγιους της περιοχής έστρεψαν το ενδιαφέρον του Μιχαηλίδη προς την ποίηση. Με παρότρυνση του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη ο Μιχαηλίδης δημοσίευσε τα πρώτα του έμμετρα κείμενα στον Πυθαγόρα της Σμύρνης το 1873.
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης πήγε στην Ιταλία ανάμεσα στο 1875-1877, ο Λεύκης πιστεύει ότι πήγε το 1875, ο Αλιθέρσης το 1876 και ο Ιντιάνος στα τέλη του 1877 ή στις αρχές του 1877. Ο Μιχαηλίδης το 1878 εγκαταλέιπει την Ιταλία και πηγαίνει στην Ελλάδα, όπου κατατάσσεται ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό και παίρνει μέρος στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1878, με τη λήξη της Τουρκοκρατίας και την αρχή της Αγγλοκρατίας.
Το βάρος των αποτυχημένων του σπουδών κράτησαν τον Μιχαηλίδη μακρυά από τους φιλικούς του κύκλους στη Λευκωσία και στη Λάρνακα. Εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό όπου, άνεργος και άστεγος, υποχρεώθηκε να αναζητήσει στέγη στη Μητρόπολη της Λεμεσού. Την ίδια χρονιά και μέχρι το 1884 εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δημοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Παράλληλα άρχισε να ασχολείται συστηματικότερα με την ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Η Ασθενής Λύρα, εκδόθηκε το 1882, ενώ συνάμα ο Μιχαηλίδης δημοσίευε διάφορα πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα στην εφημερίδα Αλήθεια.
Το 1884 ο Μιχαηλίδης έγινε επιστάτης του νοσοκομείου στο Δήμο Λεμεσού. Συνάμα άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα Σάλπιγξ. Το 1888 δημιούργησε ένα έμμετρο παράρτημα της Σάλπιγγας, τον Διάβολο. Ωστόσο η προχειρότητα και ο επικαιρισμός του εγχειρήματος εμπόδισαν την επιβίωσή του.
Το βάρος των αποτυχημένων του σπουδών κράτησαν τον Μιχαηλίδη μακρυά από τους φιλικούς του κύκλους στη Λευκωσία και στη Λάρνακα. Εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό όπου, άνεργος και άστεγος, υποχρεώθηκε να αναζητήσει στέγη στη Μητρόπολη της Λεμεσού. Την ίδια χρονιά και μέχρι το 1884 εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δημοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Παράλληλα άρχισε να ασχολείται συστηματικότερα με την ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Η Ασθενής Λύρα, εκδόθηκε το 1882, ενώ συνάμα ο Μιχαηλίδης δημοσίευε διάφορα πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα στην εφημερίδα Αλήθεια.
Το 1884 ο Μιχαηλίδης έγινε επιστάτης του νοσοκομείου στο Δήμο Λεμεσού. Συνάμα άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα Σάλπιγξ. Το 1888 δημιούργησε ένα έμμετρο παράρτημα της Σάλπιγγας, τον Διάβολο. Ωστόσο η προχειρότητα και ο επικαιρισμός του εγχειρήματος εμπόδισαν την επιβίωσή του.
Η κατάσταση της υγείας του Μιχαηλίδη επιδεινώθηκε κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Το 1904 και το 1906 υποχρεώθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λόγους υγείας. Παράλληλα, ο αλκοολισμός του και οι προστριβές με συνεργάτες του στο νοσοκομείο οδήγησαν στη μείωση του μισθού του.
Το 1910, λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ, έχασε τη δουλειά του ως νοσοκόμος. Παρ' ολ' αυτά του δόθηκε στέγη στο Δημαρχείο της Λεμεσού και διορίστηκε στο Υγειονομείο. Παρόλη τη σωματική και ψυχική του εξαθλίωση, ο Μιχαηλίδης δεν σταμάτησε να γράφει. Το 1911 εξέδωσε τη συλλογή Ποιήματα, ενώ το 1915 ο αλκοολισμός του ποιητή ήταν πια σε προχωρημένη κατάσταση και ο Μιχαηλίδης εγκαταστάθηκε στο Πτωχοκομείο της Λεμεσού.
Με την πνευματική του διαύγεια ανέπαφη, ο Μιχαηλίδης έγραφε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Προσπάθησε μάλιστα να συνθέσει ένα εκτενές ποίημα σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο τελικά το ποίημα έμεινε ατελές· ο Μιχαηλίδης πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου του 1917.
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έγραψε τα έργα του στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά και στη δημοτική και την καθαρεύουσα. Τα πιο γνωστά του έργα είναι τα «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», «Η Χιώτισσα» και «Η Ανεράδα». Η συλλογή του «Ποιήματα» κυκλοφόρησε το 1911, ενώ τελευταίο του έργο θεωρείται το «Όρομαν του Ρωμιού»
Το 1910, λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ, έχασε τη δουλειά του ως νοσοκόμος. Παρ' ολ' αυτά του δόθηκε στέγη στο Δημαρχείο της Λεμεσού και διορίστηκε στο Υγειονομείο. Παρόλη τη σωματική και ψυχική του εξαθλίωση, ο Μιχαηλίδης δεν σταμάτησε να γράφει. Το 1911 εξέδωσε τη συλλογή Ποιήματα, ενώ το 1915 ο αλκοολισμός του ποιητή ήταν πια σε προχωρημένη κατάσταση και ο Μιχαηλίδης εγκαταστάθηκε στο Πτωχοκομείο της Λεμεσού.
Με την πνευματική του διαύγεια ανέπαφη, ο Μιχαηλίδης έγραφε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Προσπάθησε μάλιστα να συνθέσει ένα εκτενές ποίημα σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο τελικά το ποίημα έμεινε ατελές· ο Μιχαηλίδης πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου του 1917.
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έγραψε τα έργα του στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά και στη δημοτική και την καθαρεύουσα. Τα πιο γνωστά του έργα είναι τα «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», «Η Χιώτισσα» και «Η Ανεράδα». Η συλλογή του «Ποιήματα» κυκλοφόρησε το 1911, ενώ τελευταίο του έργο θεωρείται το «Όρομαν του Ρωμιού»
― Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλού, εγιώ να φύω ’που την Χώραν,
γιατί αν φύω, το κακόν έν’να γινεί περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλού, κι ας πα’ να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν’ κ’ οι άλλοι ας γλιτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλού, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
έν’ να γενεί θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς, έν’ κάλλιον του ’πισκόπου.
«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 43-50. Ποιήματα, 1960. 15 .
γιατί αν φύω, το κακόν έν’να γινεί περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλού, κι ας πα’ να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν’ κ’ οι άλλοι ας γλιτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλού, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
έν’ να γενεί θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς, έν’ κάλλιον του ’πισκόπου.
«Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», 43-50. Ποιήματα, 1960. 15 .
Πηγές:Βικιπαίδεια
Κυπρίων ποίηση και άλλες μικρές ιστορίες
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Κυπρίων ποίηση και άλλες μικρές ιστορίες
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού