ΓΛΥΠΤΙΚΗ
Η μεγάλη γλυπτική εμφανίστηκε στην Κύπρο τον 7ο αι. π.Χ. Το νησί δεν διαθέτει κοιτάσματα μαρμάρου, ενώ οι εισαγωγές του υλικού ήταν περιορισμένες. Έτσι οι Κύπριοι γλύπτες περιορίστηκαν αρχικά στη χρήση του μαλακού ντόπιου ασβεστόλιθου, ο οποίος δεν είναι το ιδανικό υλικό για γλυπτά έργα, και μάλιστα μνημειακών διαστάσεων. Σε αυτό οφείλονται ορισμένες ιδιαιτερότητες της κυπριακής γλυπτικής, όπως π.χ. ότι οι λεπτομέρειες αποδίδονταν συχνά με εγχάρακτο ή γραπτό παρά με πλαστικό τρόπο.
Ο πρωιμότερος τοπικός ρυθμός, που τοποθετείται χρονικά γύρω στο 670 π.Χ., παρουσιάζει σαφείς ανατολικές επιρροές - κυρίως από τη βόρεια Συρία. Το γεγονός δεν πρέπει να εκπλήσσει αφού η ασσυριακή επικυριαρχία στο νησί μεταξύ του 709 και του 669 π.Χ. επέτεινε τις επαφές της Κύπρου με την Εγγύς Ανατολή. Τα γλυπτά και τα ανάγλυφα της περιόδου αντλούν τη θεματολογία τους σε μεγάλο βαθμό από πολεμικές σκηνές. Οι ανδρικές μορφές είναι συνήθως ντυμένες σύμφωνα με τον ασσυριακό συρμό, ενώ τα ογκώδη, άκαμπτα σώματά τους και τα έντονα δηλωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου παραπέμπουν κι αυτά στην γλυπτική των Ασσυρίων.
Από το 570 π.Χ., ωστόσο, οι Κύπριοι αρχίζουν να δέχονται επιδράσεις από την αιγυπτιακή και ανατολικο-ιωνική γλυπτική, τα οποία συνδυάζουν δημιουργικά με ντόπια στοιχεία. Κατασκευάζουν μνημειακά αγάλματα, που χαρακτηρίζονται από μετωπικότητα και την κυριολεκτική εξαφάνιση του σώματος κάτω από τα ενδύματα. Το πρόσωπο αποδίδεται τριγωνικό ή ωοειδές με αυστηρή έκφραση, μεγάλα μάτια και παχιά φρύδια. Οι ανδρικές μορφές φορούν συχνά κωνικούς πίλους ανατολίζοντος τύπου, ενώ οι γενειάδες τους είναι τριγωνικές και θυμίζουν εκείνες των ηγεμόνων της Εγγύς Ανατολής. Οι γυναικείες μορφές φορούν κοσμήματα και ποδήρεις χιτώνες. Υπάρχουν επίσης αρκετά ενδιαφέροντα παραδείγματα κούρων και κορών. Βέβαια οι Κύπριοι, διαπνεόμενοι από ένα πνεύμα συντηρητισμού, αποδίδουν ντυμένα τα αγάλματα των κούρων (σε αντίθεση με τους ελληνικούς κούρους που είναι πάντα γυμνοί), ενώ στο πρόσωπό τους αποτυπώνεται το χαρακτηριστικό «αρχαϊκό μειδίαμα». Οι γυναικείες μορφές της ίδιας περιόδου θυμίζουν έντονα τις ιωνικές κόρες. Αρκετά κυπριακά αγάλματα έχουν βρεθεί ως αναθήματα σε ιερά της Ρόδου, της Σάμου, της Μικράς Ασίας και της Ναύκρατης στην Αίγυπτο.
Από το 540 π.Χ. και εξής, ο κοινός αγώνας Κυπρίων, Ιώνων και Ελλήνων εναντίον των Περσών, φέρνει σε στενότερη επαφή την Κύπρο με το Αιγαίο. Η επίδραση της ανατολικο-ιωνικής γλυπτικής εντείνεται, χωρίς πάντως να εκλείπει η ζωντάνια και η ιδιαιτερότητα της τοπικής τέχνης. Κατά τον 5ο αιώνα πυκνώνουν οι σχέσεις με την κυρίως Ελλάδα, εν μέρει λόγω της φιλελληνικής στάσης του βασιλιά της Σαλαμίνας Ευαγόρα Α’, ο οποίος ασπάζεται τον ελληνικό τρόπο ζωής και τα ελληνικά ιδεώδη. Καθώς αρχίζουν να εισάγονται ελληνικά μαρμάρινα γλυπτά, γίνεται έκδηλη στην τοπική παραγωγή η αυξανόμενη επίδραση της ελληνικής γλυπτικής και συγκεκριμένα της αττικής τεχνοτροπίας. Στις επιτύμβιες στήλες της νεκρόπολης του Μαρίου, η έκφραση, η ένδυση και η στάση των μορφών αντιγράφουν ξεκάθαρα αττικά πρότυπα. Από τώρα και στο εξής, οι Κύπριοι γλύπτες προσπαθούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις της ελληνικής τέχνης, αρχής γενομένης από τη στροφή στον ιδεαλισμό που εισάγουν τον 4ο αιώνα ο Λύσιππος και ο Πραξιτέλης.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, οι Κύπριοι γλύπτες επηρεάζονται και εμπνέονται κυρίως από τις σχολές της Αλεξάνδρειας, της Αθήνας και της Περγάμου. Στη Ρωμαϊκή περίοδο, όμως, τα καλλιτεχνικά ρεύματα τείνουν να ομογενοποιηθούν και να διεθνοποιηθούν. Η κυπριακή γλυπτική της περιόδου ακολουθεί πλήρως το ρεύμα της επίσημης ελληνορωμαϊκής τέχνης, δίνοντας έμφαση στις προσωπογραφίες καθώς και σε περίοπτα αγάλματα από μάρμαρο αλλά και χαλκό.
Ο πρωιμότερος τοπικός ρυθμός, που τοποθετείται χρονικά γύρω στο 670 π.Χ., παρουσιάζει σαφείς ανατολικές επιρροές - κυρίως από τη βόρεια Συρία. Το γεγονός δεν πρέπει να εκπλήσσει αφού η ασσυριακή επικυριαρχία στο νησί μεταξύ του 709 και του 669 π.Χ. επέτεινε τις επαφές της Κύπρου με την Εγγύς Ανατολή. Τα γλυπτά και τα ανάγλυφα της περιόδου αντλούν τη θεματολογία τους σε μεγάλο βαθμό από πολεμικές σκηνές. Οι ανδρικές μορφές είναι συνήθως ντυμένες σύμφωνα με τον ασσυριακό συρμό, ενώ τα ογκώδη, άκαμπτα σώματά τους και τα έντονα δηλωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου παραπέμπουν κι αυτά στην γλυπτική των Ασσυρίων.
Από το 570 π.Χ., ωστόσο, οι Κύπριοι αρχίζουν να δέχονται επιδράσεις από την αιγυπτιακή και ανατολικο-ιωνική γλυπτική, τα οποία συνδυάζουν δημιουργικά με ντόπια στοιχεία. Κατασκευάζουν μνημειακά αγάλματα, που χαρακτηρίζονται από μετωπικότητα και την κυριολεκτική εξαφάνιση του σώματος κάτω από τα ενδύματα. Το πρόσωπο αποδίδεται τριγωνικό ή ωοειδές με αυστηρή έκφραση, μεγάλα μάτια και παχιά φρύδια. Οι ανδρικές μορφές φορούν συχνά κωνικούς πίλους ανατολίζοντος τύπου, ενώ οι γενειάδες τους είναι τριγωνικές και θυμίζουν εκείνες των ηγεμόνων της Εγγύς Ανατολής. Οι γυναικείες μορφές φορούν κοσμήματα και ποδήρεις χιτώνες. Υπάρχουν επίσης αρκετά ενδιαφέροντα παραδείγματα κούρων και κορών. Βέβαια οι Κύπριοι, διαπνεόμενοι από ένα πνεύμα συντηρητισμού, αποδίδουν ντυμένα τα αγάλματα των κούρων (σε αντίθεση με τους ελληνικούς κούρους που είναι πάντα γυμνοί), ενώ στο πρόσωπό τους αποτυπώνεται το χαρακτηριστικό «αρχαϊκό μειδίαμα». Οι γυναικείες μορφές της ίδιας περιόδου θυμίζουν έντονα τις ιωνικές κόρες. Αρκετά κυπριακά αγάλματα έχουν βρεθεί ως αναθήματα σε ιερά της Ρόδου, της Σάμου, της Μικράς Ασίας και της Ναύκρατης στην Αίγυπτο.
Από το 540 π.Χ. και εξής, ο κοινός αγώνας Κυπρίων, Ιώνων και Ελλήνων εναντίον των Περσών, φέρνει σε στενότερη επαφή την Κύπρο με το Αιγαίο. Η επίδραση της ανατολικο-ιωνικής γλυπτικής εντείνεται, χωρίς πάντως να εκλείπει η ζωντάνια και η ιδιαιτερότητα της τοπικής τέχνης. Κατά τον 5ο αιώνα πυκνώνουν οι σχέσεις με την κυρίως Ελλάδα, εν μέρει λόγω της φιλελληνικής στάσης του βασιλιά της Σαλαμίνας Ευαγόρα Α’, ο οποίος ασπάζεται τον ελληνικό τρόπο ζωής και τα ελληνικά ιδεώδη. Καθώς αρχίζουν να εισάγονται ελληνικά μαρμάρινα γλυπτά, γίνεται έκδηλη στην τοπική παραγωγή η αυξανόμενη επίδραση της ελληνικής γλυπτικής και συγκεκριμένα της αττικής τεχνοτροπίας. Στις επιτύμβιες στήλες της νεκρόπολης του Μαρίου, η έκφραση, η ένδυση και η στάση των μορφών αντιγράφουν ξεκάθαρα αττικά πρότυπα. Από τώρα και στο εξής, οι Κύπριοι γλύπτες προσπαθούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις της ελληνικής τέχνης, αρχής γενομένης από τη στροφή στον ιδεαλισμό που εισάγουν τον 4ο αιώνα ο Λύσιππος και ο Πραξιτέλης.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, οι Κύπριοι γλύπτες επηρεάζονται και εμπνέονται κυρίως από τις σχολές της Αλεξάνδρειας, της Αθήνας και της Περγάμου. Στη Ρωμαϊκή περίοδο, όμως, τα καλλιτεχνικά ρεύματα τείνουν να ομογενοποιηθούν και να διεθνοποιηθούν. Η κυπριακή γλυπτική της περιόδου ακολουθεί πλήρως το ρεύμα της επίσημης ελληνορωμαϊκής τέχνης, δίνοντας έμφαση στις προσωπογραφίες καθώς και σε περίοπτα αγάλματα από μάρμαρο αλλά και χαλκό.
Πηγή:Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης